Λέγοντας τη φράση «έριξε στο βρόντο» ή «πάει στο βρόντο» εννοούμε τη χαμένη προσπάθεια, την αστοχία και τη λέμε όταν κάνουμε κάτι δίχως νόημα και άσκοπα.
Παλιότερα, ο κλέφτης ή ο πολεμιστής έριχνε κατά του αντιπάλου του φωτιά στη φωτιά: δηλαδή, βλέποντας τη λάμψη του όπλου του άλλου, έριχνε κατά κει. Όταν δεν ήταν δυνατό να δει τη φωτιά, έριχνε στο βρόντο, δηλαδή πυροβολούσε κατά κει που ακουγόταν ο βρόντος, ο κρότος.
Το ότι φυσικά η δεύτερη βολή αστοχούσε τις περισσότερες φορές, ήταν πολύ φυσικό. Έτσι προέκυψε και η ανάλογη έκφραση.