Είναι λίγο μετά τις τρεις το μεσημέρι και οι πάγκοι στη λαϊκή αγορά της Καλλιθέας αρχίζουν να μαζεύουν τα εμπορεύματά τους ο ένας μετά τον άλλον. Και ενώ οι καταναλωτές απομακρύνονται από το χώρο της αγοράς με γεμάτες τσάντες, κάποιοι άλλοι, κάτοικοι μιας Ελλάδας που τους ξέχασε μόλις έρχονται.
Διστακτικά προσπαθώντας να μην τραβούν τα βλέμματα αλλά και χωρίς οι ίδιοι να δίνουν προσοχή στο τι συμβαίνει γύρω τους, πλησιάζουν στο πλάι των πάγκων αλλά και στις γωνίες των στενών. Εκεί που οι παραγωγοί και οι πωλητές πετάνε τα σάπια, τα σκάρτα και τα περισσεύματα που δεν μπορούν να πουληθούν.
Σε όλα αυτά τα σημεία συναντούμε αυτούς τους ανθρώπους. Έλληνες και αλλοδαπούς, νέους αλλά και ηλικιωμένους. Άλλοι με τσάντες και άλλοι με καρότσια ψάχνουν με γυμνά χέρια ανάμεσα σε σάπια πορτοκάλια, πατάτες και κρεμμύδια προσπαθώντας να βρούνε αυτό που θα μπορούσε να σωθεί.
Λίγο πιο κάτω βρίσκουν σκορπισμένα στο δρόμο λαχανικά και το ψάξιμο αρχίζει ξανά. Με το πέρασμα της ώρας αρχίζουν και γεμίζουν τις τσάντες τους με διάφορα προϊόντα που βρίσκουν στις άκρες του δρόμου.
Και ενώ πριν από μερικά χρόνια αυτή η εικόνα θα προκαλούσε έκπληξη, για τους εργαζόμενους στις λαϊκές αγορές αλλά και τα συνεργεία καθαρισμού που ακολουθούν μετά το τέλος λειτουργίας της αγοράς, αποτελούν οικείες εικόνες. Άνθρωποι που τους βλέπουν συστηματικά κάθε βδομάδα να έρχονται και να ψάχνουν στα περισσεύματα. «Κάθε φορά προστίθενται και περισσότεροι», μας λένε. Ενώ μέσα από την κουβέντα μαθαίνουμε ότι ενώ παλαιότερα στην πλειοψηφία τους οι άνθρωποι αυτοί ήταν αλλοδαποί πρόσφυγες τώρα πια είναι και Έλληνες. Άνθρωποι της διπλανής πόρτας που η οικονομική κρίση και η ανεργία τους έχει φτάσει σε αυτό το σημείο.
Λίγο μετά τις τέσσερις το απόγευμα, οι περισσότεροι πάγκοι έχουν μαζευτεί, τα συνεργεία καθαρισμού τελειώνουν τη δουλειά τους. Οι άνθρωποι που έψαχναν στα περισσεύματα, έχουν γεμίσει τις τσάντες τους με ότι μπόρεσαν να βρουν και απομακρύνονται από το δρόμο της λαϊκής αγοράς αθόρυβα και διακριτικά όπως ήρθαν.
Ραντεβού την άλλη βδομάδα…