Σε μια σπάνια σύμπνοια, ο αμερικανός πρόεδρος και οι Ευρωπαίοι ηγέτες συμφώνησαν αυτή την εβδομάδα ότι «η μπάλα είναι στο γήπεδο της Ρωσίας». Η Ουκρανία, έπειτα από συνομιλίες με τις ΗΠΑ την Τρίτη, συναίνεσε σε άμεση 30ήμερη εκεχειρία.

Ωστόσο, αντί να κάνει την επόμενη κίνηση, ο Βλαντιμίρ Πούτιν επέλεξε να θέσει νέους όρους, επιμένοντας ότι οι διαπραγματεύσεις μπορούν να προχωρήσουν μόνο εφόσον τηρηθούν οι δικοί του κανόνες.

«Η ιδέα είναι σωστή και τη στηρίζουμε» δήλωσε ο Πούτιν δίπλα στον στενό του σύμμαχο, Αλεξάντρ Λουκασένκο, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στο Κρεμλίνο. Όμως, όπως συχνά συμβαίνει, η λέξη «αλλά» που ακολούθησε άλλαξε το νόημα της δήλωσης.

Ο ρώσος πρόεδρος τόνισε ότι απαιτούνται διαβουλεύσεις με τις ΗΠΑ και έθεσε ως προϋποθέσεις να σταματήσει η Ουκρανία τον επανεξοπλισμό της, να ανασταλεί η στρατιωτική κινητοποίηση και να διακοπεί η δυτική στρατιωτική βοήθεια προς το Κίεβο κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας.

Όπως αναφέρει ο Guardian την ίδια στιγμή, η Ρωσία δεν έδειξε καμία πρόθεση να σταματήσει τη δική της στρατιωτική ενίσχυση. Η Ουκρανία ανησυχεί ότι ο Πούτιν θα εκμεταλλευτεί την εκεχειρία για να προετοιμαστεί για νέα επίθεση, κατηγορώντας το Κίεβο για αυτό ακριβώς που σχεδιάζει ο ίδιος.

Η αλλαγή στο γεωπολιτικό σκηνικό και το δίλημμα του Πούτιν

Τον τελευταίο μήνα, οι γεωπολιτικές ισορροπίες μετατοπίστηκαν υπέρ του Πούτιν, καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ διαμόρφωσε την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ προς όφελος της Μόσχας, επιδεινώνοντας παράλληλα τις σχέσεις με τους Αμερικανούς συμμάχους.

Ωστόσο, η κοινή πρόταση εκεχειρίας από τις ΗΠΑ και την Ουκρανία ανέτρεψε τα δεδομένα, φέρνοντας τον Ρώσο πρόεδρο σε δύσκολη θέση. Ο Πούτιν βρέθηκε να ισορροπεί μεταξύ της επιθυμίας του για μια αποφασιστική νίκη στην Ουκρανία και της ανάγκης να διατηρήσει τις σχέσεις του με τον Τραμπ.

Αποφεύγοντας μια άμεση απόρριψη της πρότασης του Τραμπ, ο Πούτιν φαίνεται να κερδίζει χρόνο, επιλέγοντας να μην συγκρουστεί ανοιχτά με τον αμερικανό πρόεδρο, αλλά ταυτόχρονα να επιβάλλει αυστηρούς όρους που καθυστερούν τη διαδικασία.

«Ο Πούτιν χρησιμοποίησε μια από τις αγαπημένες του φράσεις… Ένα σταθερό “Ναι, αλλά…”», σχολίασε ο Αντρέι Κολέσνικοφ, πολιτικός αναλυτής και επικεφαλής ρεπόρτερ της ρωσικής εφημερίδας Kommersant.

Ο Ουκρανός πρόεδρος, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, απέρριψε την προσέγγιση του Πούτιν ως «χειριστική», κατηγορώντας τον Ρώσο ηγέτη ότι «φοβάται να πει ανοιχτά στον Τραμπ ότι θέλει να συνεχίσει τον πόλεμο».

Οι απαιτήσεις της Ρωσίας και η στρατηγική του Τραμπ

Η Ρωσία επιδιώκει μια συνολική συμφωνία που θα περιλαμβάνει την αποστρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας, τον τερματισμό της δυτικής στρατιωτικής βοήθειας και τη δέσμευση ότι το Κίεβο δεν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Παράλληλα, απαιτεί διεθνή αναγνώριση της προσάρτησης της Κριμαίας και των τεσσάρων ουκρανικών περιοχών που προσαρτήθηκαν το 2022.

Ο Πούτιν πραγματοποίησε κεκλεισμένων των θυρών συνομιλίες με τον Στίβεν Γουίτκοφ, δισεκατομμυριούχο φίλο του Τραμπ και επικεφαλής διαπραγματευτή για την Ουκρανία. Αναλυτές εκτιμούν ότι η Μόσχα θα επιδιώξει ευρύτερες εγγυήσεις ασφαλείας, ίσως και την επαναφορά των απαιτήσεών της από το 2021 για περιορισμό της παρουσίας του ΝΑΤΟ στις χώρες που εντάχθηκαν μετά το 1997.

Η εφημερίδα The Washington Post, επικαλούμενη απόρρητες εκτιμήσεις των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, ανέφερε ότι ο Πούτιν δεν έχει «αποκλίνει από τον μέγιστο στόχο του, που είναι η κυριαρχία στην Ουκρανία».

Από την πλευρά του, ο Τραμπ πιέζει τον Ζελένσκι να αποδεχθεί τη συμφωνία, γνωρίζοντας ότι η ουκρανική άμυνα εξαρτάται από τη στρατιωτική στήριξη των ΗΠΑ. Όμως, σύμφωνα με τον αναλυτή Αλεξάντρ Μπάουνoφ του Carnegie Endowment for International Peace, ο Τραμπ έχει ελάχιστες επιλογές για να αντιδράσει σε μια πιθανή απόρριψη ή καθυστέρηση από τη Ρωσία.

Ενώ έχει απειλήσει με αυστηρότερες κυρώσεις, οι ΗΠΑ έχουν περιορισμένες δυνατότητες για περαιτέρω πίεση, εκτός από την ενίσχυση της στρατιωτικής βοήθειας – κάτι που ο ίδιος έχει δηλώσει ότι δεν επιθυμεί.

Αντίθετα, ο Τραμπ φαίνεται να υιοθετεί μια πιο «διαλλακτική» προσέγγιση, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο άρσης κυρώσεων και επανένταξης της Ρωσίας στη δυτική οικονομία. Από την αρχή, άλλωστε, είχε παρουσιάσει στη Μόσχα την προοπτική οικονομικών επενδύσεων και «απίστευτων ευκαιριών» συνεργασίας, τόσο γεωπολιτικά όσο και οικονομικά.