«Τσιπουράδικα σαν του Βόλου δεν υπάρχουν άλλα, όχι στην Ελλάδα, αλλά στον πλανήτη ολόκληρο…». Με τη φράση αυτή, ένας από τους πιο φανατικούς θαμώνες των τσιπουράδικων του Βόλου δίνει την «ταυτότητα» της ατραξιόν αυτής της πρωτεύουσας της Μαγνησίας.
Στέκια χαλάρωσης, συναναστροφής και γαστριμαργίας υψηλών απαιτήσεων, τα τσιπουράδικα του Βόλου προσφέρουν στον πελάτη τους πολλά περισσότερα από ένα καλό φαγητό κι ένα ποιοτικό τσίπουρο.
Τα τσιπουράδικα του Βόλου φημίζονταν ανέκαθεν για τους μεζέδες τους. Και σήμερα ακόμη, δύσκολα συναγωνίζονται με άλλα στην υπόλοιπη χώρα, σε ποικιλία μεζέδων και ποιότητα. Το ένα δίπλα στο άλλο, τα περισσότερα μπροστά στην παραλία του Βόλου άνοιγαν από το πρωί για να υποδεχτούν τους πελάτες τους, που όμως κατέφθαναν κυρίως μετά τις δουλειές. Εκεί, γύρω στις τρεις με τέσσερις το μεσημέρι, στήνονταν τα μεγαλύτερα «πηγαδάκια» και οι παρέες γύρω από το τραπέζι, ακόμη και από τους πάγκους, όπου σερβίρονταν το τσίπουρο και οι μεζέδες.
Οι ταμπέλες όλων των τσιπουράδικων στην παραλία γράφουν ότι είναι «παραδοσιακά». Ένα από αυτά μάλιστα, επάνω στη φωτιζόμενη επιγραφή του γράφει ότι λειτουργεί από το 1951. Ίσως να έμειναν παραδοσιακά σε ό,τι αφορά τους μεζέδες τους, όμως η όψη τους προσαρμόστηκε στους νέους καιρούς.
Επιδοτήθηκαν, εκσυγχρονίστηκαν, μεγάλωσαν, κατέλαβαν περισσότερα μέτρα στο πεζοδρόμιο, μέρος του οποίου έκλεισαν με νάιλον για να «βολευτούν» και οι καπνιστές πελάτες τους. Οι φωτεινές επιγραφές, τα υπερσύγχρονα μηχανήματα της κουζίνας, ο καινούργιος εξοπλισμός παραπέμπουν στο αύριο, αλλά το σέρβις, όπως μας διαβεβαιώνουν, μένει πάντοτε ίδιο. Η παράδοση «ζει» στο… πιάτο και στο ποτήρι.
Υπάρχουν όμως και εκείνα που δεν άλλαξε ο καιρός. «Να πάτε στον “Κάβουρα”, ο μόνος που έμεινε όπως παλιά», μας είπε ένας περαστικός. Όχι, δεν ήταν ο μόνος, τρία τουλάχιστον στο ίδιο στιλ βρίσκονταν στην πλατεία, αλλά ατμόσφαιρα σαν κι αυτή, πουθενά, όπως μας λέει χαρακτηριστικά ένας από τους θαμώνες. Ο χρόνος του μαγαζιού έχει «κολλήσει» σε μια εποχή, που όλα ήταν φρέσκα, νόστιμα, εκλεκτά, μαγειρεμένα με μαστοριά και μεράκι και κυρίως φθηνά.
Η διακόσμηση θυμίζει καφενείο της δεκαετίας του ’60: ο ιστορικός τιμοκατάλογος, τα απλά τραπέζια και οι καρέκλες. Αλλά, το μεγάλο «μυστικό» και η δύναμή του βρίσκεται στην ψηστιέρα. Κομμένες στη μέση, πατάτες λειώνουν στη θράκα, τα χταποδάκια κρέμονται πάνω από τη σχάρα για να πάρουν θέση για ψήσιμο αμέσως μετά. Ψάρια, καβούρια και ό,τι άλλο τραβάει η ψυχή του καλοφαγά, μπορεί να το βρει στο παραδοσιακό τσιπουράδικο. Η ποικιλία απίστευτη, όπως άλλωστε και σε όλα τα τσιπουράδικα της περιοχής.
Το τσίπουρο ρέει άφθονο στα ποτήρια και στις καρδιές. Οι σερβιτόροι δεν ρωτούν, μόνο σερβίρουν, οι πελάτες δεν παραγγέλλουν, μόνο τρώνε και πίνουν. Ο καθένας στο ρόλο του. Κουμάντο κάνει μόνο ο ψήστης. Αυτός θα ταιριάξει και τους μεζέδες.
«Λένε ότι εάν δεν ταιριάξει τους μεζέδες, δεν ανοίγει το μαγαζί», αναφέρει ένας πελάτης από την Αθήνα, που ήρθε με τη σύζυγό του για τσιπουράκι. Η αλήθεια είναι ότι ο μάγειρας ποτέ δεν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να συνδυάσει μεζέδες. Και ποτέ το μαγαζί δεν έμεινε κλειστό.
Πρώτο τσίπουρο σερβίρεται με γαρίδες και καραβίδες, δεύτερο, με πατάτες ψημένες στη χόβολη με φρέσκο βούτυρο, στο τρίτο αστακός και σκουμπρί. Αυτή είναι μια καλή σειρά. Μπορεί να αλλάξει η σειρά, όμως όχι η ποιότητα.
Ο ιδιοκτήτης, Αλέξανδρος Αλεξάνδρου, το έχει καμάρι το όνομά του και το μαγαζί. Όπως και το ότι στο μαγαζί του, που έχει ιστορία εβδομήντα χρόνων, δεν ισχύει απόλυτα το ρητό, «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο». Μπορεί και να έχει, μπορεί και όχι. Όλοι είναι ανοιχτοί στα πειράγματα, όλοι μπορούν να γκρινιάζουν όσο τους κάνει κέφι, όλοι δικαιούνται να κάνουν το καλαμπούρι τους με όλους. Ακόμη και με τον ψήστη. Κι αυτός μπορεί, ώρες ατέλειωτες να τους απαντά με την ίδια θυμόσοφη ενέργεια, αλλά ποτέ με… καμένο μεζέ…
Οι πελάτες των τσιπουράδικων είναι ντόπιοι, αλλά και περαστικοί. Μέχρι και φίλαθλοι ομάδων από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη δεν παραλείπουν να κάνουν στάση στο Βόλο για να απολαύσουν ένα τσιπουράκι. Είναι παράδοση.
Τα τραπέζια δεν αδειάζουν σχεδόν ποτέ τα μεσημέρια. Τελευταία, μόνο, επικράτησε αναταραχή με το νόμο για το κάπνισμα, αλλά οι πελάτες τους δεν τους πρόδωσαν. Η ταμπέλα της απαγόρευσης υπάρχει αναρτημένη ευδιάκριτα σε όλα τα καταστήματα και οι πελάτες είτε καπνίζουν έξω και συνεχίζουν μέσα με τσίπουρα, είτε καπνίζουν σε αυτοσχέδιες νάιλον κατασκευές στα πεζοδρόμια. Πολλοί, πάντως, δεν είναι εύκολο να προσαρμοστούν, αν και κάνουν προσπάθειες.
Αυτή είναι η καθημερινότητα του τσιπουράδικου. Κι όταν τα ποτήρια αδειάζουν, πάλι από την αρχή. Είναι από τις μικρές παραδόσεις που κάνουν ξεχωριστό και θελκτικό για τους ταξιδιώτες το Βόλο και ομορφότερες τις στιγμές εκείνων που αποζητούν λίγες ώρες αυθεντικότητας και χαλάρωσης.