Κάθε φορά που συμβαίνει ένα δυσμενές γεγονός εθνικής διάστασης στη χώρα μας, διαδίδεται με μεγάλη ευκολία η θεωρία του «ξένου δακτύλου». Οποιοδήποτε κακό στην ελληνική Ιστορία, αποδίδεται σε εξωχώριους παράγοντες, στοχοποιώντας τους Αμερικανούς, τους Ρώσους, τους Γερμανούς, τους Βρετανούς και πλειάδα άλλων κέντρων, για να μην αναφερθούμε σε παγκόσμιες λέσχες, αδελφότητες και οργανώσεις. Προσφέρουν μια βολική… κρεμάστρα των δικών μας ευθυνών, μεταθέτοντας την ευθύνη στους «ξένους».
Διεθνείς παρεμβάσεις υπήρξαν στην Ιστορία αλλά όχι πάντου και πάντα
Ως εκ τούτου, η διαχείριση τέτοιων ζητημάτων από την επιστημονική έρευνα παρουσιάζει πάντοτε μεγάλες προκλήσεις. Από την άλλη πλευρά βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν φαινόμενα ξένης επέμβασης στην Ιστορία μας. Προφανώς και υπήρξαν, από την παρέμβαση στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και την κατοπινή επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, μέχρι τα Νοεμβριανά του 1916 και τα Δεκεμβριανά του 1944. Αλλά το γεγονός ότι υπήρξαν παρεμβάσεις σε κομβικές στιγμές, δεν σημαίνει ότι όλη η ελληνική Ιστορία καθορίστηκε από τέτοιου είδους κινήσεις. Ο επιστήμονας είναι υποχρεωμένος να αναζητεί τις πηγές, να προβαίνει σε υπεύθυνη, συστηματική και πολυαρχειακή έρευνα και βάσει των τεκμηρίων που θα συλλέξει να αποφανθεί εάν υπάρχει ή όχι διεθνής παρέμβαση. Εάν δεν τεκμηριώνεται ξένη παρέμβαση, ο ιστορικός είναι υποχρεωμένος να το διαπιστώσει και να διατυπώσει τα συμπεράσματά του δημοσίως.
Αυτό κάνει εν προκειμένω ο αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πελοποννήσου Δημήτρης Σωτηρόπουλος με τον καθηγητή Ιστορίας του Μεταπολεμικού Κόσμου στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ευάνθη Χατζηβασιλείου, στο άκρως διαφωτιστικό βιβλίο τους υπό τον τίτλο «Στρεβλή πορεία 1960 – 1974, Πολιτική και κουλτούρα από τη δεκαετία του ’60 στη δικτατορία» που κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο». Σε αυτό λοιπόν ξεκαθαρίζεται μεταξύ άλλων ότι οι Χουντικοί το 1967 κατάφεραν να πιάσουν στον ύπνο ακόμη και τους Αμερικανούς και πως οι ΗΠΑ δεν κρύβονταν για κανέναν λόγο πίσω από το κίνημα των συνταγματαρχών, όπως αρκετοί πιστεύουν μέχρι και σήμερα.
Όπως τονίζουν χαρακτηριστικά, η περίπτωση της χούντας του 1967, ο χαρακτήρας της ως προϊόν της «αμερικανικής επιβολής», φαίνεται να είναι κάτι παραπάνω από ένα στερεότυπο: είναι μία αντίληψη με βάσεις ψυχολογικές πάρα καθαυτό πολιτικές ή επιστημονικές. Εμφανίζεται όχι μόνο στην Αριστερά (αν και εκεί κύριως εμφανίζεται) αλλά ακόμα και έως τη Δεξιά. Και επιβιώνει πεισματικά, ακόμα και αγνοώντας ή και αλλοιώνοντας τα πραγματολογικά δεδομένα.
Η δήλωση Κλίντον
Έτσι, για να δοθεί ένα ενδεικτικό παράδειγμα, συχνά, ειδικά στο διαδίκτυο, συναντούμε τον ισχυρισμό ότι ένας Αμερικανός πρόεδρος, ο Μπιλ Κλίντον, είχε, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα το 1999, «παραδεχθεί» ότι για τη χούντα «έφταιγαν» οι Αμερικανοί. Αλλά τούτο δεν ισχύει. Ας θυμηθούμε τη δήλωση Κλίντον:
«Δύο φορές μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι μάχες ανάμεσα στη δημοκρατία και στον δεσποτισμό ξεδιπλώθηκαν και πάλι στο ελληνικό έδαφος. Και τις δύο φορές, δόξα τω Θεώ, η δημοκρατία αναδείχθηκε νικήτρια. Σκεφτόμουν αυτή την ιστορία ξανά σήμερα, με τις οδυνηρές αλλά και τις περήφανες πλευρές της. Όταν η χούντα πήρε την εξουσία το 1967 εδώ, οι ΗΠΑ επέτρεψαν στα συμφέροντά τους του Ψυχρού Πολέμου να κυριαρχήσουν επί των συμφερόντων τους –την υποχρέωσή τους θα έλεγα– να υποστηρίξουν τη δημοκρατία, η οποία ήταν, άλλωστε, η αιτία για την οποία αγωνιστήκαμε στον Ψυχρό Πόλεμο. Είναι σημαντικό να το αναγνωρίσουμε αυτό».
Αυτή η δήλωση ασκεί κριτική στην αμερικανική πολιτική ανοχής προς τους δικτάτορες μετά την άνοδό τους στην εξουσία – «όταν η χούντα πήρε την εξουσία…». Δεν αναφέρεται σε αμερικανική ευθύνη για την επιβολή της και, αντίθετα, απορρίπτει τις θεωρίες περί τούτου. «Και για να τεθεί το θέμα απλά, όσοι την επικαλούνται ως απόδειξη της αμερικανικής ευθύνης για την επιβολή της χούντας απλώς αποδεικνύουν ότι δεν την έχουν καν διαβάσει» σημειώνουν οι συγγραφείς. Είναι επιπλέον ενδιαφέρον ότι ποτέ, στον δημόσιο διάλογό μας, δεν αναφέρεται ότι ο Κλίντον στην περίφημη αυτή δήλωσή του εξήρε την επιβίωση της δημοκρατίας στην Ελλάδα ως αντίσταση εναντίον και των δύο άκρων (την ύπαρξη των οποίων τόσο πολλοί αποκαλούν «θεωρία» και όχι πραγματικότητα). Ο Κλίντον δεν είπε ότι οι ΗΠΑ έφεραν τη δικτατορία. Αλλά ακόμα και με μια τόσο κατηγορηματική δήλωση, τόσο πολλοί την επικαλούνται για να υποστηρίξουν το αντίθετο. Γιατί η πεποίθηση περί των «αμερικανοκίνητων τανκς» δεν είναι, τελικά, μια ιστορική – επιστημονική θέση. Αντικατοπτρίζει πιο βαθιές, ψυχολογικές ανάγκες».
Σύμφωνα πάντως με τη θεωρία της «αμερικανικής επιβολής της χούντας», η τελευταία εξέφρασε τη δυτική πολιτική της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, και ως εκ τούτου υπήρξε η «φυσική» εξέλιξη του αντικομμουνισμού του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος, ακόμα και η «αναπόφευκτη» απόληξη της συγκεκριμένης έκβασης του εμφύλιου πολέμου της δεκαετίας του 1940. Αυτό το επιχείρημα κατά βάση προέβαλαν τα αφηγήματα για την πορεία «από τον Εμφύλιο στη Χούντα», δηλαδή η θεωρία των Α. Παπανδρέου, Κ. Τσουκαλά, Γ. Κάτρη και οι μεταγενέστερες πολιτικές της προεκτάσεις. Σε τούτο επιμένουν και όσοι βλέπουν στη δήλωση Κλίντον αυτό που δεν υπάρχει.
Σήμερα, όμως, οπότε έχουν δημοσιοποιηθεί τα αμερικανικά αρχεία, αλλά και αρχεία άλλων κρατών, «έχει ανακύψει μια τεράστια βιβλιογραφία που καταδεικνύει ότι τούτο δεν είναι ακριβές: οι χουντικοί κατάφεραν να πιάσουν στον ύπνο ακόμα και τους Αμερικανούς. Δεν υπάρχει ούτε ένα έργο στη διεθνή και στην ελληνική βιβλιογραφία, πρόσφατο και βασισμένο έστω στοιχειωδώς σε αρχειακό υλικό, που να αποδέχεται ή να υποστηρίζει ότι η χούντα υπήρξε προϊόν αμερικανικής επέμβασης. Τα έργα αυτά βασίζονται σε ενδελεχή έρευνα σε χιλιάδες σχετικά έγγραφα. Πουθενά δεν προκύπτει αμερικανικός «δάκτυλος» για την επιβολή της χούντας. Και δεν είναι μόνον τα αμερικανικά έγγραφα: έχουν μελετηθεί επίσης βρετανικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, δανέζικα κ.λπ. κ.λπ. Δεν υπάρχει και σε αυτά οποιαδήποτε αναφορά –έστω πιθανολόγηση- ότι οι ΗΠΑ είχαν φέρει τη χούντα» αναφέρουν οι συγγραφείς Δ. Σωτηρόπουλος και Ε. Χατζηβασιλείου στο βιλίο τους.
Η βρετανική πρεσβεία, αμέσως μετά το κίνημα της 21ης Απριλίου, μακράν του να θεωρεί τους συνταγματάρχες «φιλικούς» ή αξιόπιστους, τους αποκαλούσε, πολύ ενδεικτικά, «thugs» (αλήτες) και τόνιζε ότι οι ηγέτες της χούντας μιλούσαν σχεδόν αποκλειστικά ελληνικά και δεν είχαν επαφή με τον κόσμο έξω από τη χώρα τους. Γι’ αυτό, άλλωστε, παρά τις σχετικές φήμες, δεν είχαν εκπαιδευτεί από τη CIA.
Περίμεναν βασιλική δικτατορία
Η αμερικανική πλευρά έβλεπε το ενδεχόμενο μόνο μιας βασιλικής δικτατορίας. Οι Αμερικανοί δεν έβαζαν καν στο μυαλό τους το ενδεχόμενο να κινηθούν Έλληνες στρατιωτικοί χωρίς την εντολή του βασιλιά και να επικρατήσουν χωρίς τη βοήθειά του. Όταν αναφέρθηκε αυτό το ενδεχόμενο, η πρεσβεία θεώρησε την πληροφορία… μη σοβαρή και δεν τη διαβίβασε στην Ουάσιγκτον. Στα μέσα Μαρτίου 1967 ρητά τονιζόταν ότι «[ο]ι στρατιωτικοί εκτιμώνταν ως πιστοί στον βασιλιά». Και στις 24 Μαρτίου η πρεσβεία ανέφερε στο State Department:
«Κατά τη γνώμη μας, υπάρχει πιθανότατα ένα σχέδιο για ορισμένη δράση από τους στρατιωτικούς σε περίπτωση δικτατορίας, αλλά δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η ηγεσία του στρατού πράγματι συνωμοτεί για να δημιουργήσει συνθήκες που θα οδηγούσαν σε συνταγματική εκτροπή. Αντίθετα, πιστεύουμε ότι οι στρατιωτικοί δεν θα επιζητήσουν αυτόνομα να επιβάλουν δικτατορία: αλλά θα υποστηρίξουν μια δικτατορία εάν ο βασιλιάς αποφάσιζε να επιβάλει παρόμοιο καθεστώς».
Θα πρέπει να τονιστεί και πάλι ότι αυτή η αμερικανική βεβαιότητα δεν ήταν κάποια εξαίρεση εκείνες τις ημέρες. Κανείς δεν σκεφτόταν διαφορετικά. Και έτσι η πρεσβεία και το State Department διατήρησαν το βλέμμα τους στα Ανάκτορα, τον παράγοντα δηλαδή που θεωρούσαν ικανό να κάνει δικτατορία. Ο Αμερικανός πρέσβης Τάλμποτ αρνήθηκε να δώσει στον βασιλιά Κωνσταντίνο το «πράσινο φως» για επιβολή δικτατορίας όταν ο τελευταίος του το ζήτησε – αν και, πρέπει να σημειωθεί, αυτός που θέλει να κάνει κάτι τέτοιο, ειδικά εάν είναι ο αρχηγός του κράτους, δεν ζητά την άδεια… Το επεισόδιο είναι ενδεικτικό της απειρίας του βασιλιά. Η δε βρετανική πρεσβεία αμέσως μετά το πραξικόπημα παραδέχτηκε ευθέως, σε σχετική αναφορά προς το Foreign Office, ότι οι δυνατότητες της ομάδας των συνταγματαρχών είχαν υποτιμηθεί.
- Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων.