Ο Βαγγέλης Ρωχάμης, ο Έλληνας «Πεταλούδας», πέθανε στα 73 του χρόνια, ενώ νοσηλευόταν για ημέρες στο νοσοκομείο της Χαλκίδας.
Η τελευταία του μεγάλη συνέντευξη δόθηκε δεκαέξι χρόνια μετά την αποφυλάκισή του και οκτώ πριν τον θάνατό του, στο «Βράδυ» με τον Πέτρο Κωστόπουλο. Σε αυτό ο άλλοτε διαβόητος ληστής μίλησε για την ιστορία της ζωής του, ενώ ξεκαθάρισε πως «δεν μετανιώνω τίποτα». Όπως άλλωστε εξήγησε, «Από μικρό παιδί έβλεπα γουέστερν και μου άρεσαν οι κακοί, τα παλικάρια»
Σε ό,τι αφορά στις θρυλικές του αποδράσεις, ο Βαγγέλης Ρωχάμης, ανέφερε: «Για να πάμε στο επισκεπτήριο περνούσαμε τουλάχιστον δέκα πόρτες. Άλλες ήθελαν κλειδιά και άλλες όχι. Όταν περνούσαμε από τη γραμματεία, είδα ότι τα κλειδιά ήταν περασμένα σε ένα ταμπλό. Όταν τα είδα την πρώτη φορά, φρόντισα να έχω ένα κομμάτι πλαστελίνης μαζί μου.
Όταν πέρναγα από εκεί –συνήθως όταν επέστρεφε από τα Δικαστήρια– και είχα χρόνο δέκα λεπτά μέχρι να έρθει η σειρά μου, έπαιρνα ένα κλειδί και μπαμ (το έβαζε πάνω στην πλαστελίνη). Πέρασαν δέκα μήνες, ίσως και χρόνος, για να πάρω τα 5 – 6 κλειδιά που χρειαζόμουν. Τα έδινα σε κάποιον έξω και μου τα έφτιαχνε. Το να ανοίξεις όλες τις πόρτες ήταν θέμα υπομονής. Τις δύο τελευταίες τις άνοιξαν μόνοι τους, από εκεί που έφευγαν οι δικηγόροι, γιατί έτσι έφυγα. Είχα ντυθεί σαν δικηγόρος».
Ο Βαγγέλης Ρωχάμης παραδέχτηκε ότι είχε βοήθεια από κάποιον φίλο, ο οποίος του είχε ανοίξει την πόρτα πριν από την κεντρική. Όσο για τη ζωή του στις φυλακές, όπου πρωτοστατούσε στους αγώνες των κρατουμένων, αναφέρει: «Μπορούσα να οργανώνω τους κρατούμενους να είναι αγαπημένοι και διεκδικούσαμε όλοι μαζί περισσότερα δικαιώματα και καλύτερη ζωή στις φυλακές».
Μόνη εξαίρεση, οι φυλακές της Κέρκυρας: «Το ’81 είχαμε καταλάβει επί έναν μήνα τη φυλακή. Μέχρι και τα υπόγεια ελέγχαμε», αναφέρει και εξομολογείται πως η μόνη φορά που δεν πέτυχε εξέγερση ήταν στην Κέρκυρα, όπου και κάηκε ολοσχερώς το κτίριο, χωρίς ωστόσο να τραυματιστεί κανείς από τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους!»
Η μοναδική του βεντέτα με τους αστυνομικούς
Ο διαβόητος δραπέτης μίλησε και για τη μοναδική του βεντέτα με τους αστυνομικούς. Όπως είπε ο ίδιος, οι ένστολοι δεν τον αντιπαθούσαν, «έκαναν απλά τη δουλειά τους». Η μόνη περίπτωση, όμως, που θύμωσε με τους αστυνομικούς ήταν όταν η ΕΛ.ΑΣ συνέλαβε την κόρη του, όπως έλεγε ο ίδιος «για να τον εκβιάσει». «Είχα ένα μπρεν από τανκ. Έκοψα λοιπόν την οροφή μιας BMW και ξεκίνησα από τη Φυλής όπου είχα κρυμμένα αυτοκίνητα για το Χαϊδάρι».
Όπως αναφέρει ο ίδιος στη συνέχεια, τον έπιασε λάστιχο και έτσι οπλίστηκε με ένα ούζι αλλά και με άλλα όπλα και χρησιμοποίησε ένα ταξί που περνούσε από τον δρόμο του. «Κατέβηκα στο Χαϊδάρι και πυροβολούσα τις μαρκίζες και τα κεφάλια από κάποιες κούκλες στα μαγαζιά. Ήθελα να τους δείξω ότι μπορούσα, αλλά δεν ήθελα. Επέστρεψα το ταξί στον κάτοχό του, του άφησα και 200 χιλιάδες δραχμές και εξαφανίστηκα. Είχα στείλει το μήνυμά μου».
Τα περισσότερα που έβγαλε από ληστεία
Ο Βαγγέλης Ρωχάμης αποκάλυψε σε εκείνη τη συνέντευξή του το 2016 ότι η πιο επικερδής από τις ληστείες του ήταν μια που του απέφερε 60 εκατομμύρια δραχμές. Δήλωνε τότε πως «πλέον δεν έχει ούτε ευρώ από εκείνα τα χρήματα». «Τα έτρωγα, τα έδινα… είχα βοηθήσει παιδάκια που είχαν καψίματα και ήθελαν πλαστικές, άλλα που χρειάζονταν εγχειρίσεις. Το να είσαι κακοποιός είναι “ακριβό σπορ”. Έπρεπε να νοικιάζω 12-13 διαμερίσματα ταυτόχρονα. Ήμουν υποχρεωμένος να πληρώνω ανθρώπους για να μου φέρνουν αυτοκίνητα, τα όπλα».