Πολύ πριν τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου το 2018, το 1975, ο «μουσικός αντάρτης» όπως έχει χαρακτηριστεί, Πάνος Τζαβέλλας, είχε περιγράψει στο ομώνυμο τραγούδι του με τίτλο κυρ- Παντελής με μοναδικό τρόπο την έννοια «νοικοκυραίος» και την επιτομή του μικροαστισμού: «Έντιμε άνθρωπε κυρ- Παντελή, έχεις κατάστημα κάπου στη γη, έχεις και σύζυγο κόρη παιδί, καινούρια έπιπλα, έγχρωμη TV, τρως τροφή πνευματική».
Και συνεχίζει: «Ο γιος σου μοναχά να ‘ναι καλά, ν’ αφήσεις τ’ όνομα και τον παρά, ξέρεις πως δώσανε κυρ- Παντελή, άλλοι τα νιάτα τους και τη ζωή, να γίνει τ’ όνειρο φέτα ψωμί να φας κι εσύ… Κι εσύ τι έδωσες κυρ- Παντελή, πες μας τι άφησες κληρονομιά που να εμπνέει τη νέα γενιά;»
Στις 27 Ιανουαρίου κλείνουν 15 χρόνια από την ημέρα που «έφυγε» από τη ζωή ο Πάνος Τζαβέλλας, ο μεγάλος αυτός τραγουδοποιός που εκτός των άλλων είχε φέρει ξανά στο προσκήνιο τα αντάρτικα τραγούδια, ενώ είναι γεγονός ότι έγραψε μερικούς εξαιρετικούς και διαχρονικούς στίχους. Δίπλα του έως την τελευταία στιγμή στάθηκε η σύντροφος της ζωής του Νατάσα Παπαδοπούλου. To larissanet.gr μίλησε μαζί της για τον καλλιτέχνη και τον άνθρωπο Πάνο Τζαβέλλα αλλά και για το τραγούδι-σύμβολο ενάντια στον μικροαστισμό, τον «κυρ Παντελή».
Κοζάνη, βουνό, ΕΣΣΔ, Χούντα και μπουάτ στην Πλάκα
Ο Πάνος Τζαβέλλας γεννήθηκε το 1925 στην Κοζάνη. Έφηβο τον βρήκε ο πόλεμος του ’40 και οργανώνεται στην ΕΠΟΝ. Βγαίνει στο βουνό, εντάσσεται με τον ΕΛΑΣ και αργότερα με τον Δημοκρατικό Στρατό.
Στο βουνό τραυματίζεται και ακρωτηριάζεται το δεξί του πόδι. Συλλαμβάνεται και ξεκινά ο δρόμος για τις φυλακές. Μετά από δίκες καταδικάζεται τρεις φορές σε θάνατο. Το 1958, αρρωσταίνει βαριά και το 1961 με τη βοήθεια του ΚΚΕ φεύγει στην Σοβιετική Ένωση για θεραπεία. Εκεί νοσηλεύεται τρία χρόνια και θεραπεύεται από την ασθένεια που υπέστη στις φυλακές. Παράλληλα του δόθηκε η ευκαιρία να σπουδάσει μουσική.
Επιστρέφει το 1965 στην Ελλάδα και ξεκινά την πρώτη του καλλιτεχνική δουλειά σε μπουάτ της Πλάκας, δυστυχώς όμως όχι για πολύ, μιας και η δικτατορία του 1967 κλείνει τις μπουάτ και ο Τζαβέλλας βρίσκεται ξανά στη φυλακή, κατηγορούμενος για αγώνα και παράνομη δράση ενάντια στη Χούντα.
Το 1971 αποφυλακίζεται με το νόμο «περί ανηκέστου βλάβης της υγείας». Έχοντας μαζέψει το υλικό απ’ όλα τα αντιστασιακά τραγούδια, αλλά και με δικές του συνθέσεις, στήνει στην Πλάκα το «Αντάρτικο Λημέρι». Γράφει κάπου στο βιβλίο του, ANTAPTO-ROCK: «Τι είναι τα τραγούδια της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944; Είναι η καλλιτεχνική έκφραση του Έπους της Εθνικής Αντίστασης. Είναι η φωνή, του λαού μας σε μια κρίσιμη και δραματική ώρα της πατρίδας μας. Είναι ο καθρέφτης της λαϊκής ψυχής, είναι οι πόθοι και τα όνειρά του, είναι η κλαγγή των όπλων, βροντή κι αστροπελέκι, είναι κάλεσμα για μάχη, είναι η ψυχή του αγώνα».
Η πτώση της Χούντας το 1974 βρίσκει τον Τζαβέλλα στη μπουάτ Λήδρα, που ελεύθερος πια μαζί με τη σύντροφο στη ζωή και το τραγούδι, Νατάσα Παπαδοπούλου και την ορχήστρα του συνεχίζει να τραγουδά τα τραγούδια του και έτσι αρχίζει και η πρώτη του δισκογραφική δραστηριότητα όπως ο πρώτος του δίσκος ζωντανά γραμμένος, «Τα τραγούδια από το Αντάρτικο Λημέρι». Τα τραγούδια του και από τους επόμενους οκτώ δίσκους του, ζωντανεύουν και μέσα από συναυλίες, που δίνονται σε ανοικτά γήπεδα και πανεπιστήμια σ’ όλη την Ελλάδα, αλλά και το εξωτερικό, όπως στη Γερμανία, Σουηδία κ.α.
Για την περίοδο της γνωριμίας τους και για τα τραγούδια του η Νατάσα Παπαδοπούλου ανέφερε: «Τον γνώρισα το ’71, μόλις αποφυλακίστηκε. Ήμουν στην ΑΣΟΕΕ και πολύ ντροπαλή αλλά με τον Πάνο ξεθάρρεψα. Στο Αντάρτικο Λημέρι γινόταν χαμός, ερχόταν πολύς κόσμος. Είχε συνεργαστεί με πολλά μεγάλα ονόματα τότε καλλιτεχνικά, με τον Θανάση Γκαϊφύλλια, τον Νικόλα Άσιμο, τον Γιάννη Ζουγανέλη, τον Σάκη Μπουλά, τον Ηλία Λογοθέτη, αργότερα με την Καίτη Γρέυ και πολλούς άλλους. Νιώθω περήφανη που ήμουν δίπλα του και τραγούδησα τα αντάρτικα τραγούδια. Θυμάμαι ερχόταν η ποιήτρια Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη που έγραψε τον ύμνο του ΕΛΑΣ και με ρωτούσε πως μπορώ και τραγουδάω αυτά τα τραγούδια με τόσο πάθος και της έλεγα ότι μου το μεταδίδει ο Πάνος. Ο ίδιος ήταν αυτοδίδακτος μουσικός και εξασκήθηκε έντονα στη φυλακή. Δεν είναι μόνο τα αντάρτικα τραγούδια, καλώς έχει μείνει στην ιστορία γι’ αυτά αλλά υπήρξε γενικά πολύ καλός τραγουδοποιός. Τα τραγούδια του δεν τα πρόβαλλε ιδιαίτερα, εκτός ίσως από τον κυρ – Παντελή. Προσπαθώ όπου πηγαίνω να τραγουδάω τα δικά του, στη μνήμη του, όχι μόνο τα αντάρτικα».
Ένας ευαίσθητος και τρυφερός άνθρωπος
Μιλώντας με τη Νατάσα Παπαδοπούλου, αν και έχουν περάσει 15 χρόνια, καταλαβαίνω πόσο έντονα έζησε με τον Πάνο Τζαβέλλα ο οποίος με έναν γλυκό τρόπο συνεχίζει να υπάρχει στις σκέψεις της. «Ήταν ένας καλός άνθρωπος και ευγενής, μερικές φορές γινόταν σκληρός, θεωρώ ότι τον είχε κάνει η φυλακή σκληρό, ωστόσο μέσα του είχε μεγάλη τρυφερότητα. Ήταν και πολύ περήφανος, σπάνια δεχόταν βοήθεια, ήθελε να τα βγάζει πέρα μόνος του. Δεν παραπονιόταν ποτέ για κάτι, δεν ήταν δηλαδή μίζερος όπως γίνονται πολλοί καθώς μεγαλώνουν. Αγαπούσε πολύ τα ταξίδια, ταξιδέψαμε αρκετά, όσα χρήματα βγάζαμε, τα χαλούσαμε σε ταξίδια, για αυτό το μόνο περιουσιακό στοιχείο που έχουμε είναι ένα δώμα 35 τ.μ. στην Πειραϊκή. Ήταν ένα βαθιά πολιτικό ον αλλά με την πολιτική δεν θέλησε να ασχοληθεί ποτέ. Θυμάμαι που ο Ανδρέας Παπανδρέου ήθελε να τον κάνει βουλευτή Κοζάνης. Εκείνος όμως του έλεγε ότι δεν πήγε φυλακή για να πάρει αξιώματα και ότι ήταν απλώς αγωνιστής και καλλιτέχνης. Έχω πολλές αναμνήσεις από τον Πάνο, είναι δύσκολο να σκεφτώ και να αναφερθώ σε μια μόνο. Όταν έγραφε στο σπίτι τα τραγούδια του και εγώ τον άκουγα μετά να παίζει κιθάρα ή το βράδυ όταν κοιμόταν στην ταράτσα (κάθε βράδυ συνήθιζε να κοιμάται έξω, «χούι» που του είχε μείνει από τη φυλακή) κι εγώ του είχα πάντα ένα φωτάκι αναμμένο. Είχα την έννοιά του μην κρυώσει, σκέφτομαι τώρα τέτοιες στιγμές και συγκινούμαι. Ήμασταν μαζί για 38 χρόνια».
Η φωτιά στο δώμα και οι τελευταίες στιγμές
Ο Πάνος Τζαβέλλας ήταν γέννημα – θρέμμα μιας γενιάς προσφοράς, στερήσεων και αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο. Άντεξε μέχρι το τέλος της ζωής του αδιαμαρτύρητα τα πάντα, έχοντας ως πυξίδες την ποίηση και το τραγούδι. Ακόμη και όταν πήρε φωτιά το σπίτι του και χάθηκαν πολύτιμα αντικείμενα, ενώ είναι χαρακτηριστική της ιδιοσυγκρασίας του η ατάκα για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, λίγο πριν φύγει και ο ίδιος από τη ζωή. «Είχε αρρωστήσει και λίγο πριν φύγει από τη ζωή πήρε φωτιά το σπίτι μας, τον Νοέμβριο του 2008 και μετά από έναν μήνα μπήκε στο Νοσοκομείο. Τα γεγονότα με τον Γρηγορόπουλο δεν τα γνωρίζαμε 100% γιατί ήμασταν στο Νοσοκομείο. Σώθηκε από τη φωτιά αλλά κάηκαν τα πάντα, οι παρτιτούρες του, τα βιβλία του, κάποιες επιστολές του από το παρελθόν. Στενοχωρηθήκαμε γιατί χάθηκαν όλα αυτά αλλά σημασία είχε ότι σώθηκε τότε. Θυμάμαι, του είπα για τον Γρηγορόπουλο, ότι δηλαδή σκότωσαν ένα 15χρονο παιδί και μου απάντησε: Ακόμη τα καθάρματα δολοφονούν το μέλλον μας;».
Πάντα επίκαιρος
Στην Ελλάδα ζούμε μια παρατεταμένη περίοδο κρίσεων, από τα γεγονότα του 2008 έως και σήμερα, από τον θάνατο του Τζαβέλλα και μετά, τα τελευταία 15 χρόνια δηλαδή, σαν να «έφυγε» ο ίδιος γιατί δεν ήθελε να δει την εποχή της απόλυτης παρακμής. Πνευματικά όμως είναι πάντα μαζί μας μέσα από τα τραγούδια του. Δεν υπάρχει πορεία στην οποία δεν ακούγονται τα τραγούδια του και μ’ αυτό τον τρόπο ο Τζαβέλλας είναι πάντα επίκαιρος. Αν και όπως λέει η Νατάσα Παπαδοπούλου «στις πορείες πλέον πηγαίνουμε συνεχώς οι ίδιοι, που έπρεπε κανονικά σε όλες τις πόλεις να κατεβαίνουν χιλιάδες».
Ο Τζαβέλλας έχει δώσει το στίγμα μέσα από τα τραγούδια του. Οι στίχοι του «κυρ – Παντελή» τα λένε όλα. «Όσο η κατάσταση στην κοινωνία μας γίνεται πιο ζοφερή, τόσο κλείνεται ο άλλος στον εαυτό του, δεν κοιτάζει τον διπλανό του, δεν αντιστέκεται, δεν φωνάζει, δεν διεκδικεί.
Δείτε τη γενοκτονία στη Γάζα για παράδειγμα, ποιος από εμάς αντιδράει ουσιαστικά; Καλύτερα τα τραγούδια του Πάνου να μην ήταν τόσο επίκαιρα σήμερα. Αυτό δείχνει ότι τίποτα γύρω μας δεν αλλάζει.
Ο ίδιος πάντα έκανε και ήθελε να κάνει παρέα με νέους ανθρώπους, με φρέσκα μυαλά όπως έλεγε. Έπαιρνε πολλά, πέρα από το γεγονός ότι πρόσφερε την παρέα του στους νέους, είχε θα λέγαμε ένα πάρε-δώσε ιδεών και αγάπης. Άνθρωπος της μοιρασιάς καθώς ήταν, μοιραζόταν προβληματισμούς και συναισθήματα», καταλήγει η Νατάσα Παπαδοπούλου.