Είναι Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου γύρω στη μία το μεσημέρι και ο Παλαμάς Καρδίτσας είναι γεμάτος λάσπη. Οι κάτοικοι έχουν βγάλει όλα τους τα υπάρχοντα έξω από τα σπίτια τους για να δουν τι μπορεί από αυτά να σωθεί. Πλένουν τα έπιπλα, πετούν τα στρώματα και αφήνουν τα ρούχα σε κρεμάστρες να στεγνώσουν ενώ στην περιοχή επικρατεί μία έντονη δυσοσμία από τα ζώα που σαπίζουν ακόμη και σε κεντρικούς δρόμους του οικισμού.
Έξω από το Δημοτικό Ωδείο «Μουσών Μέλαθρον» επικρατεί αναστάτωση. Στο σημείο φτάνουν φορτηγά γεμάτα φαγητά και νερά και οι εθελοντές αρχίζουν να στήνουν τους πάγκους ώστε να τα μοιράσουν στον κόσμο.
Οι κάτοικοι αρχίζουν και σχηματίζουν ουρές. Περιμένουν υπομονετικά για ένα πακέτο φαγητό… κάτι που μέχρι το «χτύπημα» της κακοκαιρίας Daniel δεν πίστευαν πως θα συνέβαινε ποτέ.
Άνθρωποι σκουπίζουν τα δάκρυα τους και κρύβουν το πρόσωπό τους ακόμη και από τους γείτονές τους. Δεν θέλουν να τους βλέπουν ούτε όσοι μένουν δίπλα τους και έχουν επίσης χάσει τα πάντα.
«Ντρέπομαι που είμαι εδώ»
Λίγο πιο πέρα ένας κύριος μόνος του. Κάθεται σε μία καρέκλα και έχει ανοίξει το πακέτο που του έδωσαν οι εθελοντές. Τρώει το φαγητό του και παράλληλα από τα μάτια του τρέχουν δάκρυα. Κλαίει με λυγμούς και κοιτάζει γύρω του. Τον πλησιάζω να του μιλήσω και κατεβάζει το βλέμμα. «Τι έχετε;» τον ρωτάω και η απάντησή του είναι μόνο τέσσερις λέξεις. «Ντρέπομαι που είμαι εδώ».
Ένας άνδρας γύρω στα 50 ντρέπεται που τρώει ένα πιάτο φαγητό. Ένας άνδρας που έχασε τα πάντα αναγκάζεται να περιμένει στην ουρά για να φάει και ντρέπεται.
Τα λόγια ήταν, είναι και θα είναι απλά περιττά μπροστά σε αυτό τον άνθρωπο. Τι να πεις σε έναν άνδρα που κλαίει επειδή τρώει το φαγητό που του έδωσαν οι εθελοντές σε ένα συσσίτιο;
«Όχι μην ντρέπεστε που είστε εδώ… Δεν πρέπει να ντρέπεστε εσείς. Η Ελλάδα πρέπει να ντρέπεται» ήταν το μόνο που θα έπρεπε να του πούμε κι όμως σωπάσαμε και απλά κατεβάσαμε το κεφάλι…