Η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) βρίσκεται τις τελευταίες μέρες στο στόχαστρο γερμανών πολιτικών, τραπεζιτών και αναλυτών, οι οποίοι προειδοποιούν για τις συνέπειες της συνέχισης της χαλαρής νομισματικής πολιτικής, ενώ εκφράζουν έντονη ανησυχία και για τις επιπτώσεις της στην λειτουργία των γερμανικών τραπεζών, αλλά και στα συνταξιοδοτικά προγράμματα.
Ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε σε δήλωσή του στην «Frankfurter Allgemeine Sonntagszeitung» χαρακτηρίζει την πολιτική του Μάριο Ντράγκι μακροπρόθεσμα «επιβλαβή» για την Ευρωζώνη και ζητάει την εγκατάλειψή της. «Οι συνέπειες των χαμηλών ή και των αρνητικών επιτοκίων είναι μακροπρόθεσμα επιβλαβής – και για τα συνταξιοδοτικά προγράμματα», δηλώνει ο κ. Σόιμπλε και τονίζει ότι η αρχή του τέλους της χαλαρής νομισματικής πολιτικής επιτυγχάνεται μόνο μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και περισσότερων επενδύσεων.
Σε έρευνα ωστόσο της FAS, μεταξύ πολιτικών και εμπειρογνωμόνων, όπως αναφέρει ανταπόκριση του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, διαπιστώνεται ότι οι περισσότεροι δεν θεωρούν πιθανή την αλλαγή πολιτικής στο εγγύς μέλλον. Η επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Αριστεράς (Die Linke) Ζάρα Βάγκενκνεχτ εκτιμά ότι αυτή η φάση θα διαρκέσει ακόμη πολύ και δεν θα πρέπει να αναμένεται εξομάλυνση των επιτοκίων την επόμενη δεκαετία.
Ο καθηγητής Οικονομίας και πρώην Πρόεδρος του Ινστιτούτου Ifo του Μονάχου Χανς-Βέρνερ Ζιν επισημαίνει ότι τα χαμηλά επιτόκια θα παραμείνουν για όσο επιτρέπουμε στην ΕΚΤ να τα παρέχει και χαρακτηρίζει αυτή την πολιτική «σαν ναρκωτικό», καθώς, όπως υποστηρίζει, η πτώση των επιτοκίων μπορεί πάντα να έχει μόνο προσωρινή επίδραση σε ό,τι αφορά τη ζήτηση, η οποία ξεθυμαίνει γρήγορα και κατόπιν χρειάζεται νέα μείωση επιτοκίων.
Ο οικονομολόγος και μέλος της Επιτροπής των «Σοφών» της γερμανικής οικονομίας Πέτερ Μπόφινγκερ προβλέπει ότι η φάση των χαμηλών επιτοκίων θα διαρκέσει τουλάχιστον ακόμη πέντε χρόνια, ενώ ο επικεφαλής του Ινστιτούτου «Μαξ Πλανκ» οικονομολόγος Μάρτιν Χέλβιγκ δεν αποκλείει ακόμη μεγαλύτερη διάρκεια και υποδεικνύει το παράδειγμα της Ιαπωνίας, όπου αυτή η πολιτική διαρκεί ήδη 20 χρόνια.
Ο πρώην Πρόεδρος του ΔΣ της Pimco και επικεφαλής των οικονομολόγων της Allianz Μοχάμεντ Ελ-Εριάν προειδοποιεί ότι «αν αυτή η πολιτική δεν αλλάξει εντός των επόμενων τριών ετών, θα θέσει σε κίνδυνο τις μελλοντικές γενιές».
Η ανησυχία είναι πάντως πολύ εντονότερη μεταξύ των γερμανών τραπεζιτών, οι οποίοι προειδοποιούν για τον κίνδυνο τραπεζικής κρίσης εξαιτίας της πολιτικής της ΕΚΤ. Η Bundesbank ζητάει μάλιστα επειγόντως κρατική εγγύηση των καταθέσεων προκειμένου σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο να προστατευθούν οι καταθέτες, αλλά και όσοι έχουν επενδύσει σε συνταξιοδοτικά προγράμματα.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της Deutsche Bank Τζον Κράιαν, η υπερβολική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ προκαλεί περισσότερη ζημιά παρά οφέλη. Η ΕΚΤ, επισημαίνει σε άρθρο του στην Handelsblatt, έκανε πάρα πολλά προκειμένου να σταθεροποιήσει την Ευρώπη στην οικονομική κρίση και στην κρίση χρέους. «Στο μεταξύ όμως η νομισματική πολιτική λειτουργεί ενάντια στους στόχους της ενίσχυσης της οικονομίας και της διασφάλισης του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος», τονίζει και προειδοποιεί τους καταθέτες οι οποίοι, όπως λέει, βρίσκονται ενώπιον τεράστιου κινδύνου. «Για τους καταθέτες και τα συνταξιοδοτικά προγράμματά τους οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές», αν δεν αλλάξει κάτι θεμελιωδώς, επισημαίνει.
Όπως γράφει ο κ. Κράιαν, το πλεόνασμα επιτοκίων αποτελεί σημαντικό έσοδο για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Αυτό όμως έχει από το 2009 περιοριστεί σε ολόκληρη την Ευρωζώνη στο 7%. «Το να μην παίρνεις χρήματα αλλά να διαθέτεις χρήματα, κοστίζει επιτόκια. Έτσι θίγεται η ασφάλεια», αναφέρει ο επικεφαλής της DB και ζητάει από τον Διοικητή της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι να αλλάξει πορεία και να εγκαταλείψει την πολιτική των αρνητικών επιτοκίων.
Από την πλευρά της Bundesbank, το μέλος του Δ.Σ. Αντρέας Ντόμπρετ δηλώνει στο Reuters ότι θεωρεί λογικό οι γερμανικές τράπεζες να σκέφτονται να επιβάλουν χρεώσεις στους τρεχούμενους λογαριασμούς, επισημαίνοντας ότι «οι τραπεζικές υπηρεσίες δεν μπορεί να είναι δωρεάν, εφόσον οι τράπεζες δεν κερδίζουν χρήματα από τη διαφορά επιτοκίου», αλλά διευκρινίζει ότι δεν θεωρεί πιθανό να γενικευτεί η επιβολή χρεώσεων στους λογαριασμούς καταθέσεων, όπως συνέβη π.χ. στην Post Bank, θυγατρική της Deutsche Bank. Μόνο το 16,4% των γερμανικών τραπεζών, σημειώνει ο κ. Ντόμπρετ, δήλωνε το 2015 ότι προτίθεται να μετακυλήσει το κόστος των αρνητικών επιτοκίων της ΕΚΤ στους πελάτες του. Ο ίδιος ωστόσο χαρακτηρίζει κρίσιμης σημασίας την μείωση της ανακεφαλαιοποίησης των γερμανικών τραπεζών από την αγορά, η οποία, όπως λέει, καθιστά την εξασφάλιση κεφαλαίων ακόμη πιο δύσκολη. Καταλογίζει δε την ευθύνη στην ΕΚΤ, τονίζοντας ότι οι γερμανικές τράπεζες, ειδικά αυτές με τις μεγάλες καταθέσεις, υποφέρουν λόγω του περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων, αλλά παραδέχεται ότι οι τράπεζες θα πρέπει να περιορίσουν το κόστος λειτουργίας τους και να ασχοληθούν με το επιχειρηματικό τους μοντέλο προκειμένου να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση. «Μερικές φορές βοηθάει το να περιορίσουμε την περιπλοκότητα μιας τράπεζας, ώστε οι επενδυτές να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη τους», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ο ίδιος πάντως πριν από λίγες ημέρες, σε συνέντευξή του στο Focus, είχε ζητήσει την άμεση εφαρμογή της εγγύησης των τραπεζικών καταθέσεων μέχρι του ποσού των 100.000 ευρώ σε όλα τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως είχε εξηγήσει, στην Γερμανία ισχύει από τον Ιούλιο του 2015, αλλά δεν την έχουν εφαρμόσει όλα τα κράτη-μέλη και, κατά την άποψή του, θα πρέπει αυτό να συμβεί, προτού ληφθούν περαιτέρω μέτρα. Παράλληλα, ο κ. Ντόμπρετ σημείωσε ότι «αντί να ζητούμε μια κοινότητα ανάληψης ευθύνης, θα πρέπει να βρούμε αποτελεσματικές λύσεις σε εθνικό επίπεδο» και πρότεινε την δημιουργία ενός Ταμείου Αντασφάλισης ή διακρατικές συμφωνίες δανεισμού.
Ο τραπεζικός εμπειρογνώμονας και μέλος της Επιτροπής των «Σοφών» της γερμανικής οικονομίας Φόλκερ Βίλαντ θεωρεί ότι οι κεντρικές τράπεζες στην Ευρωζώνη δικαίως μείωσαν τα επιτόκια και χαλάρωσαν την νομισματική πολιτική τους κατά τη διάρκεια της κρίσης. Στο μεταξύ όμως τόσο η Fed όσο και η EΚΤ επέμειναν, όπως λέει στην «Frankfurter Allgemeine Zeitung», για πάρα πολύ καιρό στην πολιτική των χαμηλών επιτοκίων, ενώ η ΕΚΤ επέκτεινε την αγορά ομολόγων σε τεράστιο βαθμό, επισημαίνοντας ότι έτσι δημιουργούνται κίνδυνοι για τον οικονομικό και κυρίως για τον τραπεζικό τομέα, όπου η κερδοφορία υποχωρεί ενώ αυξάνεται η ανάληψη κινδύνου. Οι κυβερνήσεις καθυστερούσαν τις απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, καθώς κερδίζουν περιθώριο ελιγμού στις δαπάνες μέσω των χαμηλών επιτοκίων στα μακροπρόθεσμα ομόλογα, αναφέρει.