Στα χαοτικά λεπτά μετά την απότομη αλλαγή πορείας της κυβέρνησης του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, και το πάγωμα δεκάδων σαρωτικών «αμοιβαίων» δασμών, ένας άνθρωπος έγινε γρήγορα το δημόσιο πρόσωπο της απόφασης αυτής: ο υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ.
«Χρειάστηκε μεγάλο θάρρος», δήλωσε ο 62χρονος πρώην διαχειριστής hedge fund στους δεκάδες δημοσιογράφους που είχαν συγκεντρωθεί γύρω του στις 9 Απριλίου. «Μεγάλο θάρρος για να παραμείνουμε στην πορεία μέχρι αυτή τη στιγμή».
Αξιοσημείωτα απόντες κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου -μετά την οποία οι αγορές εκτοξεύθηκαν στα ύψη- ήταν οι άλλοι δύο άνδρες που είχαν αναλάβει να μεταφέρουν το μήνυμα του Τραμπ για τους δασμούς στον αμερικανικό λαό: Ο υπουργός Εμπορίου, Χάουαρντ Λούτνικ, και ο σύμβουλος εμπορίου, Πιτ Ναβάρο.
Ο κεντρικός ρόλος του Μπέσεντ στην ανακοίνωση των δασμών, όπως εκτιμούν ορισμένοι βετεράνοι της εμπορικής πολιτικής, αναδεικνύει έντονα το πώς η μετατόπιση της δυναμικής της εξουσίας εντός του Λευκού Οίκου επανέφερε τις ΗΠΑ από το χείλος ενός ολοκληρωτικού παγκόσμιου εμπορικού πολέμου, ακόμη και αν όλοι οι παίκτες υποστηρίζουν σε γενικές γραμμές την οικονομική ατζέντα του Τραμπ.
«Παίζει τον καλό μπάτσο», δήλωσε στο BBC ο William Alan Reinsch, πρώην επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικού Εμπορίου. «Και ο Λούτνικ και ο Ναβάρο παίζουν τον κακό μπάτσο».
Δημοσίως, ο Λευκός Οίκος ήταν σε μεγάλο βαθμό σιωπηλός σχετικά με την αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησαν στη συγκλονιστική για την αγορά απόφαση του Τραμπ να σταματήσει την επιβολή αμοιβαίων δασμών για τις περισσότερες χώρες και παράλληλα να αυξήσει τις εισφορές στην Κίνα, με τον πρόεδρο να λέει μόνο ότι το «σκεφτόταν» για «μερικές ημέρες» πριν το «αποφασίσει» νωρίς το πρωί της 9ης Απριλίου.
Αλλά σύμφωνα με αναφορές των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης, ήταν ο Μπέσεντ, ο οποίος κατακλύστηκε από τηλεφωνήματα επιχειρηματιών, αυτός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να μεταπείσει τον Τραμπ.

Νωρίτερα στην καριέρα του, ο Μπέσεντ είχε εκφράσει επιφυλάξεις για τους δασμούς. Ορισμένοι παρατηρητές πιστεύουν ότι οι απόψεις αυτές, σε συνδυασμό με τη μακρόχρονη εμπειρία στην αγορά ομολόγων, του επέτρεψαν τελικά να κερδίσει την προσοχή του προέδρου έναντι του Ναβάρο και του Λούτνικ, οι οποίοι εκπροσωπούσαν μια πιο σκληρή στάση όσον αφορά τους δασμούς.
«Νομίζω ότι αυτό που συνέβη ήταν ότι ο Τραμπ δεν έδινε σημασία στην αγορά ομολόγων», πρόσθεσε ο κ. Reinsch, ο οποίος είναι πλέον ειδικός στα οικονομικά στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών. «Και ο Μπέσεντ τον έκανε να δώσει προσοχή».
Ο Reinsch, ο οποίος ήταν επίσης υφυπουργός Εμπορίου για τη διαχείριση των εξαγωγών τη δεκαετία του 1990 κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης του προέδρου Μπιλ Κλίντον, δήλωσε ότι η προσέγγιση του Μπέσεντ, μέχρι στιγμής, ήταν «ένας κλασικός τρόπος αντιμετώπισης του Τραμπ»: «Μην του πείτε ότι κάνει λάθος ή ότι έκανε λάθος. Πείτε του ότι υπάρχει καλύτερος τρόπος για να πετύχει τους στόχους του και ότι η αγορά δεν αντιδρά όπως θέλουμε εμείς να αντιδράσει».
Το πρωί της ανακοίνωσης στις 9 Απριλίου, ο Τραμπ συναντήθηκε στο Οβάλ Γραφείο με τον Μπέσεντ, καθώς και με τον διευθυντή του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου, Κέβιν Χάσετ, και τον Λούτνικ, τον 63χρονο πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της Cantor Fitzgerald και γνωστό «γεράκι» έναντι της Κίνας.
Δύο άλλοι παίκτες-κλειδιά στην πολιτική των δασμών ήταν αξιοσημείωτα απόντες, γεγονός που ώθησε μια πηγή προσκείμενη στον Λευκό Οίκο να δηλώσει στο πρακτορείο ειδήσεων Reuters ότι υπήρξε μια «αλλαγή στην ιεραρχία».
Ο ένας, ο εμπορικός αντιπρόσωπος των ΗΠΑ, Τζέιμσον Γκριρ, βρισκόταν σε μικρή απόσταση στο Καπιτώλιο, καταθέτοντας για τους δασμούς σε επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων. Αργότερα την ίδια ημέρα θα μάθαινε για την ανακοίνωση των δασμών.
Ο άλλος, ο Πίτερ Ναβάρο, ήταν ομοίως απών παρά το γεγονός ότι ήταν μία από τις πιο γνωστές φιγούρες στα μέσα ενημέρωσης σχετικά με τους δασμούς, προκαλώντας εικασίες ότι είχε πέσει σε δυσμένεια με τον πρόεδρο.

Κατά καιρούς, οι διάφορες προσωπικότητες που εμπλέκονται στους δασμούς έκαναν αντιφατικές δηλώσεις σχετικά με την πολιτική, γεγονός που σύμφωνα με τους ειδικούς συνέβαλε στη σύγχυση και τη μεταβλητότητα της αγοράς.
«Δεν είναι όλοι στην ίδια σελίδα», δήλωσε ο Μαρκ Σόμπελ, ο οποίος πέρασε σχεδόν 40 χρόνια στο υπουργείο Οικονομικών, μεταξύ των οποίων και ως αναπληρωτής βοηθός υπουργού για τη διεθνή νομισματική και χρηματοπιστωτική πολιτική.
«Ακούς τον Ναβάρο, ακούς τον Μπέσεντ, ακούς τον πρόεδρο και αισθάνεσαι ότι σε χτυπούν με μαστίγιο», πρόσθεσε. «Δεν πρόκειται για μια πειθαρχημένη ομάδα».
Ο Τέρι Χέινς, ιδρυτής της εταιρείας συμβούλων Pangaea Policy με έδρα την Ουάσινγκτον, δήλωσε στο BBC ότι πιστεύει ότι ήταν «σκόπιμο» το γεγονός ότι η κυβέρνηση πρότεινε διάφορα άτομα για να γίνουν τα δημόσια πρόσωπα των δασμών.
«Ήθελαν να βγάλουν όσο το δυνατόν περισσότερους εκπροσώπους εκεί έξω, να λένε διαφορετικά πράγματα και να πλημμυρίσουν τη ζώνη με απόψεις», είπε. «Αυτό μπορεί να έχει αποτελεσματικότητα στην πολιτική, αλλά μπερδεύει κατά πολύ τις αγορές».
«Απευθύνονται σε διαφορετικά ακροατήρια. Ο Μπέσεντ θα ενδιαφερόταν για τον οικονομικό Τύπο, ενώ ο Ναβάρο έχει διαφορετικό μήνυμα», δήλωσε.
Ο Χέινς, ωστόσο, προειδοποίησε να μην υποθέσουμε ότι κάποιο πρόσωπο συνέβαλε περισσότερο στην απόφαση του Τραμπ.
«Οι αγορές θέλουν νικητές και ηττημένους, όπως τα πράγματα στο στιλ του περιοδικού People», είπε. «Αλλά πρέπει να ξέρουμε ποιον να ακούσουμε, και αυτός έγινε, λίγο πολύ εξ ορισμού, ο Μπέσεντ».
Αρκετοί ειδικοί με τους οποίους επικοινώνησε το BBC δήλωσαν ότι αναμένουν ότι ο Μπέσεντ θα αναλάβει τώρα πολύ πιο σημαντικό δημόσιο ρόλο στην πολιτική των δασμών, με τον Λούτνικ να αναλαμβάνει την ευθύνη των διαπραγματεύσεων, ενώ οι Ναβάρο, Χάσετ και Γκριρ θα παίζουν υποστηρικτικούς ρόλους.