Τις νέες συνθήκες εργασίας στη μετά κορονοϊό εποχή καταγράφει νέα έρευνα που πραγματοποίησε η KPMG.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του τρίτου κύκλου της έρευνας «Βαρόμετρο για τις συνθήκες εργασίας στην εποχή της νόσου COVID-19» η οποία διεξήχθη από το συμβουλευτικό τμήμα ανθρώπινου δυναμικού της KPMG η εξ αποστάσεως εργασίας είναι πλέον μία μορφή εργασίας που γίνεται αποδεκτή από όλα τα ιεραρχικά επίπεδα και όλες τις ηλικιακές ομάδες.
Οι εργαζόμενοι στην πλειονότητα τους επικροτούν τα μέτρα που έλαβαν οι εταιρείες στην προσπάθεια τους για την αντιμετώπιση της νόσου και στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν αφήσει έναν θετικό αντίκτυπο.
Οι αρχικές αναστολές ότι θα επηρεαστεί αρνητικά η παραγωγικότητα των εργαζομένων έχουν ξεπεραστεί, σύμφωνα με την έρευνα και υπάρχει μία γενική αποδοχή τόσο από τους εργαζόμενους όσο και τους προϊσταμένους. Παραμένει για τους managers πρόκληση η εξ αποστάσεως διαχείριση των υφισταμένων τους και αυτό αναδεικνύει την ανάγκη να αποκτήσουν πρόσθετες δεξιότητες για να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στα νέα τους καθήκοντα.
Η νόσος COVID-19 άλλαξε όχι μόνο την εργασιακή πραγματικότητα, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο οι εργαζόμενοι διασκεδάζουν και χαλαρώνουν. Αυτό έχει επιπτώσεις και στο σχεδιασμό των καλοκαιρινών τους διακοπών. Τα μεγαλύτερα στην ηλικία άτομα είναι εκείνα που είναι λιγότερο εξοικειωμένα με τις νέες τεχνολογίες και αυτά που αισθάνονται περισσότερο αποκομμένα από τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας.
Η εξ αποστάσεως εργασίας δεν τους βοηθά να αφιερώσουν χρόνο για την κοινωνικοποίηση τους μέσα στην ομάδα. Η νόσος COVID-19 έχει αναδείξει την ανάγκη της κατάκτησης των βασικών αρχών των τεχνολογικών γνώσεων κυρίως από τους έμπειρους επαγγελματίες, ώστε να τους βοηθήσει να προσαρμοστούν καλύτερα μέσα στις νέες συνθήκες εργασίας που διαμορφώνονται εξ’ αιτίας της πανδημίας και της περαιτέρω ανάγκης αξιοποίησης της τεχνολογίας.
Είναι ξεκάθαρο ότι όλες οι εταιρείες δεν ήταν το ίδιο καλά προετοιμασμένες για να ανταποκριθούν στα νέα δεδομένα και αυτό αναδεικνύει την ανάγκη για απόκτηση τεχνολογικού εξοπλισμού, ο οποίος διευκολύνει την απομακρυσμένη εργασία, την ανάπτυξη κουλτούρας διαρκούς μάθησης και προσαρμογής στις αλλαγές καθώς και απλοποίηση των διαδικασιών που θα μπορούν να υποστηρίξουν και την εξ αποστάσεως εργασία.
Η νόσος COVID-19 έχει συνεισφέρει σημαντικά στον ψηφιακό μετασχηματισμό των εταιρειών και βοήθησε να ξεπεραστούν οι αντιρρήσεις που υπήρχαν από πολλές ομάδες εργαζομένων. Τα οφέλη της τεχνολογίας έγιναν περισσότερο ορατά.
Η Βερώνη Παπατζήμου με αφορμή τα αποτελέσματα του 3ου κύκλου δηλώνει: «Οι συνθήκες εργασίας που διαμορφώθηκαν εξαιτίας της πανδημίας της νόσου COVID-19 αποτελούν για τους εργαζόμενους μία νέα πραγματικότητα, η οποία έχει γίνει πλέον αντιληπτή και αποδεκτή από την πλειοψηφία τους.
Οι συντονισμένες ενέργειες της κυβέρνησης και των εταιρειών για την άμβλυνση των συνεπειών που προκλήθηκαν φαίνεται να έχει συμβάλει θετικά ώστε οι εργαζόμενοι να αισθάνονται ασφαλείς είτε εργάζονται εξ αποστάσεως είτε έχουν φυσική παρουσία στους χώρους εργασίας.
Οι ανησυχίες πλέον των εργαζομένων εστιάζουν περισσότερο στις συνέπειες που θα έχει η νόσος στην οικονομία, είτε αφορά στη μείωση θέσεων εργασίας, είτε στο πάγωμα των αποδοχών τους, είτε στις περιορισμένες ευκαιρίες εξέλιξης της καριέρας τους και λιγότερο στα θέματα υγείας, για τα οποία ανησυχούσαν περισσότερο στην αρχή της εμφάνισης της νόσου.
Ο 3ος κύκλος της έρευνας, διεξήχθη σχεδόν δυο μήνες από την έναρξη της σταδιακής άρσης των μέτρων και συμπίπτει με την άρση και των τελευταίων περιορισμών, όπως το άνοιγμα των συνόρων, γεγονός που φαίνεται να ανησυχεί σε υψηλό ποσοστό τους συμμετέχοντες στην έρευνα λόγω μίας πιθανής αύξησης των κρουσμάτων.
Οι ελληνικές εταιρείες είναι εκείνες που έχουν επιστρέψει στους χώρους εργασίας σε μεγαλύτερο βαθμό, έναντι των πολυεθνικών που φαίνεται να τηρούν μία πιο συντηρητική προσέγγιση στην επίσπευση της παρουσίας των εργαζομένων στους χώρους εργασίας.
Οι εργαζόμενοι αναδεικνύουν το γεγονός ότι δεν έχουν οριστεί συγκεκριμένες διαδικασίες και πολιτικές για να υποστηρίξουν την εξ αποστάσεως εργασία ως κύριο λόγο για τον οποίο επέστρεψαν, παρότι βάσει αντικειμένου τους θα μπορούσαν να εργάζονται ακόμη από τον προσωπικό τους χώρο».