H χρηματιστηριακή αγορά τρέχει ένα σερί εννέα ανοδικών εβδομάδων, που αποτελεί την καλύτερη επίδοση των τελευταίων 18 ετών και μία ανοδική κίνηση τεσσάρων μηνών, από τα τέλη του περασμένου Σεπτεμβρίου, εκπλήσσοντας και τους πλέον αισιόδοξους.
Ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας μετά από δέκα και πλέον χρόνια και επιστροφή του Χ.Α. στις ώριμες αγορές είναι λοιπόν τα δύο κεντρικά στοιχήματα στα οποία ποντάρουν θετικά οι επενδυτές, οδηγώντας σε εκτιμήσεις ότι τα πέτρινα χρόνια πέρασαν και όλα δείχνουν ότι εξελίσσεται ένας νέος κύκλος, με διάρκεια που είχαμε ξεχάσει πολλά χρόνια τώρα.
Μεσοπρόθεσμα, τα περιθώρια ανόδου της ελληνικής αγοράς είναι ιδιαίτερα αυξημένα, έχοντας εισέλθει πλέον σε ένα νέο ανοδικό κύκλο, μετά από αρκετά χρόνια, σύμφωνα με χρηματιστηριακούς αναλυτές.
Η ανοδική κίνηση συνοδεύεται από αυξημένη ρευστότητα, ενώ μέχρι στιγμής οι διορθώσεις είναι ενδοσυνεδριακές ενώ βλέπουμε μόνο επιμέρους διορθώσεις σε τίτλους οι οποίοι επανέρχονται και πάλι γρήγορα σε ισορροπία ή και ανοδική κίνηση.
Σε αυτή τη φάση ο ΓΔ αφενός έχει πάρει momentum το οποίο τον εισάγει σταδιακά στον ενάρετο κύκλο μίας πολλά υποσχόμενης μακρόπνοης ανόδου,.
Η άνοδος που έχει παρατηρηθεί ως τώρα στο Χρηματιστήριο από την αρχή του έτους, συμβαδίζει και με την αύξηση των συναλλαγών. Η επίδοση αυτή είναι αναγκαία συνθήκη για τον υγιή βηματισμό της αγοράς.
Η άνοδος των τιμών των μετοχών συνοδεύεται και από σημαντική αύξηση του τζίρου, ενδεικτικό νέων εισροών κυρίως από ξένα χαρτοφυλάκια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πάνω από 1.100 νέοι ξένοι επενδυτές άνοιξαν λογαριασμούς τον τελευταίο μήνα και άρχισαν τοποθετήσεις στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά.
Η άνοδος της αγοράς διευκολύνεται και από την θετική πορεία των ευρωπαϊκών αγορών με τον βρετανικό FTSE -100 και ο γαλλικός Cac-40 κινούνται σε ιστορικά υψηλά και αρκετοί αναλυτές εκτιμούν ότι έχει αρχίσει η επόμενη bull market, παρά τις προτροπές μεγάλων διεθνών επενδυτικών οίκων προς τους επενδυτές να πουλήσουν τις μετοχές τους ,καθώς εκτιμούν ότι το ράλι των αγορών τελειώνει.
Όμως μετά το ράλι πληθαίνουν οι εκτιμήσεις περί ισχυρής διόρθωσης. Μέχρι στιγμής οι διορθώσεις είναι κυρίως ενδοσυνεδριακές ενώ βλέπουμε μόνο επιμέρους διορθώσεις σε τίτλους οι οποίοι επανέρχονται και πάλι γρήγορα σε ισορροπία ή και ανοδική κίνηση.
Τεχνικά η διάσπαση των 970 μονάδων έχει ενεργοποιήσει ένα πολύ ισχυρό αγοραστικό σήμα, με τον ΓΔ να παρουσιάζει εμφανή σημάδια bull market.
Η αγορά παραμένει τεχνικά υπεραγορασμένη με μια διόρθωση, ή συσσώρευση να είναι επιβεβλημένη.
Ο Γενικός Δείκτης βρίσκεται κοντά στα υψηλά 101 μηνών, με επόμενη αντίσταση, τις 1.100 και τις 1.150 μονάδες ενώ μετά η επόμενη ισχυρή αντίσταση βρίσκεται στις 1.254 μονάδες (3/7/2014)
Η αγορά ήταν στα επίπεδα των 1.200 μονάδων τον Ιούνιο του 2014, λόγω της προόδου στην υλοποίηση του δευτέρου μνημονίου από την κυβέρνηση ΝΔ- ΠΑΣΟΚ η οποία είχε σχηματιστεί μετά από τις διπλές εκλογές του 2012 και είχε επιφέρει σχετική πολιτική σταθερότητα.
Η ανάκαμψη ωστόσο δεν είχε διάρκεια και η πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά, λόγω της αδυναμίας εκλογής νέου προέδρου της Δημοκρατίας στο τέλος του 2014, επανέφερε σε έντονα πτωτική τροχιά την εγχώρια αγορά. Ακολούθησαν οι δραματικοί μήνες του 2015, που οδήγησαν το Γενικό Δείκτη στις 700 μονάδες το καλοκαίρι του 2015 και στις 550 μονάδες στις αρχές του 2016.
Ουσιαστικά, όπως τονίζουν χρηματιστηριακοί αναλυτές ο Γενικός Δείκτης Τιμών κάνει προσπάθεια να αλλάξει ένα πολυετές επίπεδο και να ανοίξει τον δρόμο για τις 1.400 μονάδες σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, κίνηση που θα διαγράψει τη μαύρη περίοδο των μνημονίων που οδήγησαν τον γενικό δείκτη στην σημαντική του υποχώρηση κάτω από τις 1.400 μονάδες, επίπεδα στα οποία ήταν στα μέσα του 2011.
Οι αποδόσεις από τα χαμηλά του Σεπτεμβρίου
H αγορά ουσιαστικά “τρέχει” μία ανοδική κίνηση, τεσσάρων μηνών, από τα τέλη του περασμένου Σεπτεμβρίου (788,46 μονάδες στις 29 Σεπτεμβρίου).
Από τότε ο βασικός χρηματιστηριακός δείκτης καταγράφει κέρδη 38,45% (με βάση το κλείσιμο της Πέμπτης 1.091,62 μονάδες), ο τραπεζικός δείκτης καταγράφει υψηλά κέρδη 63,32%, ενώ η συνολική κεφαλαιοποίηση της αγοράς έχει αυξηθεί κατά 17,801 δισ. ευρώ.