Η Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2022 ήταν μία ημέρα σταθμός για το παγκόσμιο γίγνεσθαι. Αυτό που για εβδομάδες προετοιμαζόταν έγινε τελικά πράξη. Μία ρωσική εισβολή στην Ουκρανία που κατέληξε σε έναν αιματηρό πόλεμο ευρείας κλίμακας και ο οποίος μαίνεται σε πολλά μέτωπα εντός της χώρας.
Από το τέλος του 2021 και κυρίως τις πρώτες μέρες του 2022 η Δύση με προεξέχουσα την Αμερική προειδοποιούσε για μία μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας στο έδαφος της Ουκρανίας. Ως αντίμετρα η Δύση ξεκίνησε την επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία και κυρίως σε Ρώσους ολιγάρχες, επιχείρησης και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Σταδιακά αυτές οι κυρώσεις κλιμακώνονταν σε αντιπαραβολή με την κλιμάκωση της επίθεσης από πλευράς Μόσχας.
Ποιοι είναι όμως αυτοί οι Ρώσοι ολιγάρχες που πλήττονται από τις κυρώσεις και ποιες οι σχέσεις τους με τη Δύση και τον Πούτιν; Και κατ’ επέκταση τα μέτρα που έχουν ληφθεί ή αναμένεται να ληφθούν θα έχουν κάποιον αντίκτυπο στον ίδιο τον Ρώσο πρόεδρο και στην πολιτική που ασκεί;
Τα βαριά χαρτιά
Στις αρχές Φεβρουαρίου του 2022 το Forbes είχε σταχυολογήσει τον κατάλογο του Τζο Μπάιντεν με τους Ρώσους δισεκατομμυριούχους που θα μπορούσαν να τους επιβληθούν κυρώσεις ως απάντηση σε μια ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Εισβολή που έγινε πραγματικότητα όπως και κάποιες από αυτές τις κυρώσεις.
Τουλάχιστον έντεκα δισεκατομμυριούχοι –στενοί φίλοι του Βλαντίμιρ Πούτιν– έχουν κατηγορηθεί από τις ΗΠΑ για «παράνομες οικονομικές δραστηριότητες», είτε λίγο μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2014 είτε στον απόηχο της ρωσικής ανάμειξης στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016.
Ρώσοι ολιγάρχες είναι οι μεγάλοι επιχειρηματίες των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών που συγκέντρωσαν γρήγορα πλούτο κατά την εποχή της ρωσικής ιδιωτικοποίησης μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης στη δεκαετία του 1990. Το αποτυχημένο σοβιετικό κράτος άφησε την κυριότητα των αμφισβητούμενων κρατικών περιουσιακών στοιχείων, γεγονός που επέτρεψε άτυπες συμφωνίες με πρώην αξιωματούχους της ΕΣΣΔ (κυρίως στη Ρωσία και την Ουκρανία) ως μέσο απόκτησης κρατικής περιουσίας. Ο ιστορικός Έντουαρντ Λ. Κίναν έχει κάνει μια σύγκριση μεταξύ του σημερινού ρωσικού φαινομένου των ολιγαρχών και του συστήματος των ισχυρών αγίων που εμφανίστηκαν στην ύστερη μεσαιωνική μοσχοβίτικη φεουδαρχία.
Οι πρώτοι σύγχρονοι Ρώσοι ολιγάρχες εμφανίστηκαν ως επιχειρηματίες του επιχειρηματικού τομέα κάτω από τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ (Γενικός Γραμματέας 1985-1991) κατά την περίοδο ελευθέρωσης της αγοράς.Αυτοί οι νέοι επιχειρηματίες είχαν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν τον αρχικό τους πλούτο λόγω των μεταρρυθμίσεων του Γκορμπατσόφ «όταν η συνύπαρξη των ρυθμιζόμενων και των οιονεί εμπορικών τιμών δημιούργησε τεράστιες ευκαιρίες για πλουτισμό».
Οι πιο διάσημοι ολιγάρχες της εποχής του Βλαντίμιρ Πούτιν είναι οι Ρόμαν Αμπράμοβιτς, Αλεξάντερ Αμπράμοφ, Ολέγκ Ντεριπάσκα, Μιχαήλ Προκόροφ, Αλίσερ Οσμανόφ, Τζέρμαν Χαν, Βίκτορ Βεκσέλμπεργκ, Λεονίντ Μίκελσον, Βαγκίτ Αλεκπέροφ, Μιχαήλ Φρίντμαν, Βλαντιμίρ Ποτάνιν, Πιότρ Άβεν και Βιτάλι Μαλκίν, Ίγκορ Σέτσιν, Άλισερ Ουσμάνοφ, Νικολάι Τοκάρεφ, Αλεξέι Μορντασόφ. Στη λίστα με τους ολιγάρχες που χτύπησαν οι κυρώσεις είναι και ο νεότερος Ρώσος δισεκατομμυριούχος Κίριλ Σαμάνοφ, ο οποίος δεν μπορεί να ταξιδέψει στην Μεγάλη Βρετανία και τα περιουσιακά του στοιχεία έχουν παγώσει.
Κάποιοι από αυτούς προς το παρόν την έχουν γλιτώσει ενώ κάποιοι έχουν πληγεί σφοδρά. Ας δούμε τους πιο βασικούς από την δεύτερη ομάδα μιας και στην πρώτη φιγουράρει ο ιδιοκτήτης της Τσέλσι Ρομάν Αμπράμοβιτς. Ο οποίος ανακοίνωσε ότι μπαίνει πωλητήριο στους «Μπλε» ενώ ανέφερε ότι δεν θα ζητήσει την αποπληρωμή των χρεών της Τσέλσι προς το πρόσωπό του, αποφασίζοντας να δωρίσει και τα έσοδα που θα λάβει στους πληγέντες από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Ας δούμε όμως 7 από τους ολιγάρχες που πλήττονται από τις κυρώσεις και πώς αντέδρασαν
Αλεξέι Μορντασόφ
Ο 56χρονος Μορντασόφ θεωρείται ο πλουσιότερος άνθρωπος στη Ρωσία με περιουσία κοντά στα 22 δισεκατομμύρια είναι ιδιοκτήτης της Severstal, μιας από τις κορυφαίες χαλυβουργίες της Ρωσίας. Από το να εργάζεται ως οικονομολόγος στην παραγωγική επιχείρηση της Severstal στο Cherepovets στη δυτική Ρωσία, έγινε βασικός μέτοχος της εταιρείας. Τα άλλα επιχειρηματικά του συμφέροντα περιλαμβάνουν μερίδιο 32% στον γερμανικό τουριστικό πράκτορα Tui και κατέχει το ήμισυ της Tele2, μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες τηλεπικοινωνιών στη Ρωσία.
Ο Μορντασόφ είναι και ένας από τους Ρώσους ολιγάρχες ο οποίος μίλησε ανοικτά υπέρ της ειρήνης μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας. Είπε ότι «αυτό που συμβαίνει στην Ουκρανία είναι μια τραγωδία για δύο αδελφικά έθνη» και προέτρεψε να βρεθεί ένας τρόπος για να «επιλυθεί αυτή η σύγκρουση και να σταματήσει η αιματοχυσία». Ενώ συμπλήρωσε «δεν έχω καμία απολύτως σχέση με την εμφάνιση της τρέχουσας γεωπολιτικής έντασης», δήλωσε ο Μορντασόφ τη Δευτέρα. «Δεν καταλαβαίνω γιατί η ΕΕ επέβαλε κυρώσεις εναντίον μου».
Άλισερ Ουσμάνοφ
Η μεγαλύτερη συμμετοχή του Ουσμάνοφ (η περιουσία του οποίου είναι 19,7 δισεκατομμύρια) είναι στον κολοσσό παραγωγής χάλυβα Metalloinvest. Χάρη στον Γιούρι Μίλνερ, CEO του ρωσικού venture fund Digital Sky Technologies, ήταν ένας από τους πρώτους που επένδυσαν στο Facebook. Ο Ουσμάνοφ έχει μετοχές στον κινεζικό τεχνολογικό κολοσσό Xiaomi, σε εταιρείες τηλεπικοινωνιών και εξόρυξης, αλλά και σε ΜΜΕ. Επίσης, είχε κολλήσει το μικρόβιο των αγγλικών ποδοσφαιρικών ομάδων, αφού στο παρελθόν ήταν ο ιδιοκτήτης του 30% της Άρσεναλ. Το 2018, πούλησε το μερίδιό του στη λονδρέζικη ομάδα έναντι 712 εκατ. δολαρίων στον Αμερικανό δισεκατομμυριούχο Στάνλεϊ Κρένκε, ιδιοκτήτη –μεταξύ άλλων– της ομάδας αμερικανικού ποδοσφαίρου Los Angeles Rams.
Τον Δεκέμβριο, η εταιρεία συμμετοχών του Ουσμάνοφ πούλησε το μερίδιό της στην VK –έναν κορυφαίο ρωσικό όμιλο υπηρεσιών διαδικτύου που παλαιότερα ήταν γνωστός ως Mail.Ru– στην ασφαλιστική εταιρεία Sogaz, που ανήκει εν μέρει στον σύμμαχο του Πούτιν, Γιούρι Κοβάλτσουκ, η καθαρή αξία του οποίου ανέρχεται σε 3,6 δισ. δολάρια. Σύμφωνα με τον εμπειρογνώμονα, ο Ουσμάνοφ έχει καλύψει επανειλημμένως τον Πούτιν και έχει δώσει λύσεις στα επιχειρηματικά του προβλήματα. Επιπλέον, ο Ουσμάνοφ συνεργάζεται στενά με τον Αντρέι Σκοτς, έναν άλλο Ρώσο ολιγάρχη (με καθαρή αξία 7,7 δισ. δολάρια), στον οποίο οι ΗΠΑ επέβαλαν κυρώσεις το 2018.
Ο Ουσμάνοφ σε μια λιτή του δήλωση χαρακτήρισε τις κυρώσεις άδικες και δυσφημιστικές. Την Πέμπτη 3/3 έγινε γνωστό ότι η Γερμανία του κατέσχεσε το υπερπολυτελές γιοτ αξίας 600 εκατ. δολαρίων.
Μιχαήλ Φρίντμαν
Ο Μιχαήλ Φρίντμαν είναι ο συνιδρυτής του Alfa Group, ο οποίος κατέχει τη μεγαλύτερη ιδιωτική τράπεζα της Ρωσίας Alfa-Bank, τη μεγαλύτερη αλυσίδα σούπερ μάρκετ X5 και την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας Veon. Διαχειρίζεται την εταιρεία private equity LetterOne με έδρα το Λονδίνο, την οποία ίδρυσε με συνεργάτες στο Λονδίνο το 2013, χρησιμοποιώντας 14 δισ. δολάρια που συγκεντρώθηκαν από την πώληση μεριδίου στον πετρελαϊκό όμιλο TNK-BP στη Rosneft, για επενδύσεις στην ενέργεια, τις τηλεπικοινωνίες και την τεχνολογία.
Ο Φρίντμαν μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ της Μόσχας, όπου η ρωσική έκδοση του Forbes εκτιμά την περιουσία του σε 15,5 δισεκατομμύρια δολάρια, και του Λονδίνου, όπου ανακηρύχθηκε ο 11ος πλουσιότερος άνθρωπος του Ηνωμένου Βασιλείου από τους Sunday Times. Μεγάλωσε στο Λβιβ στη δυτική Ουκρανία.
Ο Φρίντμαν δήλωσε: «Δεν κάνω πολιτικές δηλώσεις, είμαι επιχειρηματίας με ευθύνες έναντι των πολλών χιλιάδων υπαλλήλων μου στη Ρωσία και την Ουκρανία», έγραψε στην επιστολή της Παρασκευής προς τους υπαλλήλους, αντίγραφο της οποίας έλαβε το Bloomberg News. «Είμαι όμως πεπεισμένος ότι ο πόλεμος δεν μπορεί ποτέ να είναι η απάντηση».
Ο Μιχαήλ Φρίντμαν διεμήνυσε μάλιστα, προς υπεράσπισή του, ότι «δεν έχει καλλιεργήσει ισχυρούς δεσμούς» με το περιβάλλον του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν όπως τον κατηγορεί η ΕΕ.
Όταν ερωτήθηκε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στο Λονδίνο γιατί δεν τολμά να ασκήσει πιο έντονη κριτική στο Κρεμλίνο, ο ίδιος παρουσιάζεται πάντως να δήλωσε, σύμφωνα με τους Financial Times, πως «εάν κάνει οποιαδήποτε πολιτική δήλωση η οποία δεν είναι αποδεκτή πίσω στη Ρωσία, αυτό θα έχει έπειτα πολύ σαφείς επιπτώσεις για την εταιρεία του, τους πελάτες της, τους πιστωτές της και τους μετόχους της».
Πιοτρ Άβεν
Ο Πιοτρ Άβεν, συνεργάτης του Φρίντμαν, εντάχθηκε στην Alfa αφού υπηρέτησε ως υπουργός Εμπορίου της Ρωσίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και είναι πρόεδρος της τράπεζας του ομίλου. Μοιράζει επίσης τον χρόνο του μεταξύ Λονδίνου και Μόσχας. Ο Άβεν η περιουσία του οποίου αγγίζει τα 5,6 δισ., έχει εκδώσει πολλά βιβλία βασισμένα σε συνεντεύξεις με άλλους μεγάλους παίκτες στην ταραγμένη δεκαετία του 1990 της Ρωσίας, συμπεριλαμβανομένου ενός για τον αείμνηστο ολιγάρχη Μπόρις Μπερεζόφκσι.
Γκενάντι Τιμτσένκο
Ο Τιμτσένκο, 69 ετών, ελέγχει τον Όμιλο Volga, μια επενδυτική εταιρεία με έδρα τη Ρωσία, με συμφέροντα στην ενέργεια, τις μεταφορές και τις κατασκευές. Οι μεγαλύτερες συμμετοχές του βρίσκονται στην εισηγμένη στο χρηματιστήριο παραγωγό φυσικού αερίου Novatek και στον κατασκευαστή χημικών Sibur. Πούλησε ένα μερίδιο στην εταιρεία εμπορίας πετρελαίου Gunvor Group πριν αντιμετωπίσει τις κυρώσεις των ΗΠΑ για την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014.
Ο Timchenko επιβλήθηκε επίσης κυρώσεις τον περασμένο μήνα από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς κλιμακώθηκε η κρίση στην Ουκρανία. Έχει καθαρή περιουσία περίπου 11,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με τον δείκτη του Bloomberg.
Ίγκορ Σέτσιν
Ο Ίγκορ Σέτσιν είναι ο διευθύνων σύμβουλος της Rosneft, του κορυφαίου παραγωγού πετρελαίου της Ρωσίας. Πρώην μέλος του siloviki, ο όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει πρόσωπα με στρατιωτικό υπόβαθρο και υπόβαθρο σε δομές ασφαλείας, ο Σέτσιν συνεργάστηκε με τον Βλαντιμίρ Πούτιν στο γραφείο του δημάρχου της Αγίας Πετρούπολης τη δεκαετία του 1990. Ο Πούτιν τον έφερε στη Μόσχα όταν εντάχθηκε στην εθνική κυβέρνηση. Ο Σέτσιν υπηρέτησε ως αναπληρωτής της διοίκησης του Κρεμλίνου και αναπληρωτής πρωθυπουργός της Ρωσίας πριν διοριστεί επικεφαλής της Rosneft το 2012.
Ο επικεφαλής της Rosneft περιγράφεται ως ένας από τους «πιο έμπιστους και στενότερους συμβούλους του Πούτιν, καθώς και προσωπικός φίλος του», ο οποίος είχε καθημερινή επαφή με τον πρόεδρο και λάμβανε οικονομικά οφέλη και «σημαντικές αναθέσεις σε αντάλλαγμα υποταγή και πίστη».
Ο Σετσίν υπόκειται ήδη σε ταξιδιωτική απαγόρευση και δέσμευση περιουσιακών στοιχείων από τις ΗΠΑ, όπως και ο γιος του. Η περιουσία του αγγίζει τα 169 εκατομμύρια. Η Γαλλία κατέσχεσε γιοτ του Σέτσιν, στο λιμάνι της Μεσογείου Λα Σιότα.
Νικολάι Τοκάρεφ
Ο Νικολάι Τοκάρεφ είναι επικεφαλής του κρατικού ελεγχόμενου φορέα εκμετάλλευσης πετρελαιαγωγών της Ρωσίας Transneft. Είναι πρώην αξιωματικός της KGB που υπηρέτησε με τον Πούτιν στη Δρέσδη, τότε στην Ανατολική Γερμανία, τη δεκαετία του 1980. Ο Τοκάρεφ προηγουμένως ήταν επικεφαλής της Zarubezhneft, μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής πετρελαίου της Ρωσίας. Η Transneft έχει κατασκευάσει βασικούς αγωγούς εξαγωγής πετρελαίου κατά τη διάρκεια της θητείας του.
Ο Tokarev, διευθύνων σύμβουλος της ρωσικής εταιρείας αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου Transneft, υπηρέτησε με τον Πούτιν στην KGB και λέγεται από την ΕΕ ότι ήταν «ένας από τους κρατικούς ολιγάρχες που ανέλαβαν τον έλεγχο των μεγάλων κρατικών περιουσιακών στοιχείων τη δεκαετία του 2000 καθώς ο Πούτιν παγίωσε την εξουσία και που λειτουργεί σε στενή συνεργασία με το ρωσικό κράτος». Ο Τοκάρεφ έχει τη μικρότερη περιουσία (1,5 εκατομμύρια) αλλά θεωρείται ένας άνθρωπος κλειδί λόγω των σχέσεων του με του Πούτιν και τις μυστικές υπηρεσίες.