Επικριτικός έναντι όλων όσοι αφήνουν να εννοηθεί ότι βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη των διεθνών διαβουλεύσεων ζήτημα εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη, εμφανίστηκε ο Πρόεδρος της Ομάδας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Τζιάνι Πιτέλα.
Ο κ. Πιτέλα δήλωσε: «Η πρόσφατη δήλωση από το ΔΝΤ για πιθανό Grexit, μας προκαλεί βαθύτατη ανησυχία. Τέτοια στάση στις διαπραγματεύσεις, θα πρέπει να εκτιμηθεί ως εντελώς αδόκιμη, ειδικά σε αυτές τις καθοριστικές για τη διαπραγμάτευση ώρες. Είναι σε όλους ξεκάθαρο ότι υπάρχουν κάποιοι που αρνούνται να διδαχτούν από τα λάθη του παρελθόντος, όταν η Τρόικα και το ΔΝΤ κατά κύριο λόγο, επέβαλαν το δηλητήριο της λιτότητας στην Ελλάδα. Τώρα, για μια ακόμη φορά, βλέπουμε την ίδια καταστροφική και εγκληματική προσέγγιση. Οι συνθήκες για εξεύρεση μιας ισορροπημένης και γρήγορης συμφωνίας με την Αθήνα είναι εδώ και μπορούν να επιτευχθούν. Το ΔΝΤ και κάποια κράτη – μέλη θα πρέπει να σταματήσουν να παίζουν με την φωτιά. Θα πρέπει να αντιληφθούν ότι εάν η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη επικρατήσει, τότε αυτοί θα είναι υπεύθυνοι όχι μόνο για το μέλλον της Ελλάδας, αλλά και για τις ενδεχόμενες καταστροφικές συνέπειες σε βάρος του συνόλου της Ευρωζώνης. Η Ελλάδα θα πρέπει να παραμείνει στην Νομισματική Ένωση και προσβλέπουμε στην πολιτική υπευθυνότητα όλων των εμπλεκόμενων μερών να επιδείξουν την αναγκαία βούληση και να προσεγγίσουν το θέμα με ανοικτό και εποικοδομητικό πνεύμα».
Για το ίδιο θέμα η Ευρωβουλευτής Mάρια Ζοάο Ροντρίγκεζ, εκ των αντιπροέδρων της ομάδας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών και αρμόδια για θέματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής δήλωσε :
«Η επιλογή για την Ελλάδα δεν μπορεί να είναι μόνο μεταξύ μιας καταστροφικής εξόδου από την Ευρωζώνη ή της επιστροφής στην αποτυχημένη συνταγή της λιτότητας των τελευταίων χρόνων. Υπάρχει καλύτερη συνταγή : ένα συνολικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που να ξεκινά με την πιο αποτελεσματική συλλογή φόρων, τον εκσυγχρονισμό της Δημόσιας Διοίκησης και ένα αξιόπιστο σχέδιο επενδύσεων και δημιουργίας θέσεων εργασίας: Όλα αυτά στο πλαίσιο ενός συνεχούς πρωτογενούς πλεονάσματος με χαμηλότερα όμως επίπεδα από αυτά που οι πιστωτές της σκληρής γραμμής ζητούν».