Ένα σημαντικό ποσοστό της συνολικής αξίας των εγχώριων τιμολογίων στην Ελλάδα (45%) είναι εκπρόθεσμο. Στη διάρκεια των τελευταίων δύο ετών, το ποσοστό των ληξιπρόθεσμων εγχώριων πληρωμών στην Ελλάδα αυξήθηκε σημαντικά (κατά περίπου 13 ποσοστιαίες μονάδες) και κατά μέσο όρο το 3,3% των απαιτήσεων στην Ελλάδα αναφέρθηκε ως μη εισπράξιμο. Αυτό είναι σχεδόν το τριπλάσιο του μέσου όρου για τη Δυτική Ευρώπη (1,2%).
Τα παραπάνω αναφέρονται στην έρευνα Βαρόμετρο Συναλλακτικής Συμπεριφοράς της εταιρείας πιστωτικών ασφαλίσεων, Αtradius, σύμφωνα με την οποία δύο στους πέντε Έλληνες, ερωτηθέντες αναφορικά με το ποια θεωρούν ως τη μεγαλύτερη πρόκληση για την κερδοφορία των επιχειρήσεων το 2015, ανέφεραν τη διατήρηση επαρκών ταμειακών ροών και την είσπραξη των ανεξόφλητων απαιτήσεων. Σε αμφότερες των περιπτώσεων, το ποσοστό των ερωτηθέντων υπερβαίνει αυτό του συνόλου της Δυτικής Ευρώπης (18% ανέφεραν το ζήτημα των ταμειακών ροών και 11% την είσπραξη των ανεξόφλητων απαιτήσεων).
Αναλυτικά η έρευνα:
Οι πωλήσεις επί πιστώσει
Οι ερωτηθέντες στην Ελλάδα ανέφεραν ότι, κατά μέσο όρο, 65,1% της συνολικής αξίας των εγχωρίων πωλήσεων B2B έγινε με πίστωση. Αυτό είναι πολύ πάνω από το μέσο όρο για τη Δυτική Ευρώπη (44,9%). Είναι ενδιαφέρον ότι, σύμφωνα με τη διαπίστωση αυτή, η Ελλάδα είναι η δεύτερη πιο επιρρεπής χώρα στη Δυτική Ευρώπη, να χρησιμοποιήσει την εμπορική πίστωση σε εγχώριες συναλλαγές B2B μετά τη Δανία (70,5%). Οι δύο χώρες έχουν εντελώς διαφορετικά οικονομικά τοπία. Ενώ η Ελλάδα χρησιμοποιούσε την εμπορική πίστωση πιο συχνά ως χρηματοδοτικό εργαλείο, η υψηλά ανταγωνιστική αγορά της Δανίας χρησιμοποιούσε την εμπορική πίστωση κυρίως ως εργαλείο μάρκετινγκ.
Το 2014, το ποσοστό των εγχώριων βασισμένων σε πίστωση πωλήσεων Β2Β στην Ελλάδα μειώθηκε σημαντικά, ως αποτέλεσμα μιας ξαφνικής στασιμότητας στην οικονομική δραστηριότητα. Φέτος, είδαμε μια αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, περισσότερο από τρεις φορές ανώτερη από τη μέση αύξηση που καταγράφηκε στη Δυτική Ευρώπη.
Αυτή η βελτίωση έχει επηρεάσει τις εγχώριες πωλήσεις επί πιστώσει, επαναφέροντάς τις στα επίπεδα του 2013. Το άνοιγμα στο εμπόριο της πίστωσης που εμφανίζεται από Έλληνες ερωτηθέντες στην εγχώρια αγορά είναι σχετικά υψηλό σε σύγκριση με αυτό που φαίνεται στις συναλλαγές με τους πελάτες B2B στο εξωτερικό. Περίπου το 48,8% της συνολικής αξίας των πωλήσεων B2B στο εξωτερικό έγινε με πίστωση σε σύγκριση με το 65,1% της αξίας των εγχώριων πωλήσεων. Αυτό το ποσοστό των πωλήσεων B2B του εξωτερικού, το οποίο είναι πολύ ανώτερο από το μέσο όρο της έρευνας (37,7%), είναι το δεύτερο μεγαλύτερο από τις χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα στη Δυτική Ευρώπη. Και πάλι μετά από αυτό που παρατηρήθηκε στη Δανία (63%). Η μέση αύξηση στην Ελλάδα το 2014, είναι σχεδόν διπλάσια του μέσου όρου αύξησης 3% που καταγράφηκε στη Δυτική Ευρώπη.
Μέση περίοδος πληρωμής
Οι περίοδοι πληρωμής που δίνεται από Έλληνες ερωτηθέντες σε εγχώριους πελάτες B2B, η οποία ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 70 ημέρες από την ημερομηνία έκδοσης του τιμολογίου, φαίνεται να είναι η μεγαλύτερη σε έκταση στη Δυτική Ευρώπη. Αυτή η μέση τιμή είναι διπλάσια σε μήκος από το μέσο όρο της έρευνας (34 ημέρες). Κατά τα τελευταία δύο χρόνια, η εγχώρια περίοδος πληρωμής στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά ένα μέσο όρο 10 ημερών. Το εύρημα αυτό υπογραμμίζει το δύσκολο επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα, στο οποίο η οικονομική πτυχή της χορήγησης της εμπορικής πίστωσης φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο.
Οι περίοδοι πληρωμής που χορηγούνται στους πελάτες B2B του εξωτερικού, οι οποίες ανέρχονται κατά μέσο όρο σε 37 ημέρες, είναι σημαντικά μικρότερες από εκείνες που χορηγούνται στην εγχώρια αγορά. Αυτό είναι σχετικά κοντά στο μέσο όρο για τη Δυτική Ευρώπη (32 ημέρες). Κατά τα τελευταία δύο χρόνια, δεν υπήρχε σχεδόν καμία μεταβολή της μέσης περιόδου πληρωμής που δίνεται σε B2B πελάτες του εξωτερικού. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι μεγαλύτερες εγχώριες περίοδοι πληρωμής χορηγούνται επίσης από τους ερωτηθέντες στην Ιταλία και την Ισπανία. Εκπρόθεσμα τιμολόγια B2B Παρά τη σημαντική ποσότητα του χρόνου που δίδεται για τη διευθέτηση εμπορικών χρεών, ένα σημαντικό ποσοστό της συνολικής αξίας των εγχώριων τιμολογίων Β2Β στην Ελλάδα (45%).
Η Ελλάδα κατέγραψε το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ληξιπρόθεσμων εγχώριων τιμολογίων στη Δυτική Ευρώπη, μετά από εκείνο της Ιταλίας (50,2%), ποσοστό επίσης πάνω από το μέσο όρο της έρευνας (40,2%). Κατά τα τελευταία δύο χρόνια, το επίπεδο των ληξιπρόθεσμων εγχώριων πληρωμών στην Ελλάδα αυξήθηκε σημαντικά (κατά περίπου 13 ποσοστιαίες μονάδες). Αυτή η αύξηση είναι συνεπής με την ανοδική τάση στο ποσοστό των καθυστερημένων εγχώριων πληρωμών που παρατηρούνται στη Δυτική Ευρώπη.
Οι B2B πελάτες του εξωτερικού των Ελλήνων ερωτηθέντων, πληρώνουν ληξιπρόθεσμα τιμολόγια πολύ γρηγορότερα από τους εγχώριους πελάτες. Κατά μέσο όρο, μόνο το 12% της συνολικής αξίας των ξένων τιμολογίων πήγε σε οριστική καθυστέρηση. Αυτό είναι το χαμηλότερο ποσοστό των ξένων ληξιπρόθεσμων τιμολογίων σε όλες τις χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα, και σημαντικά κατώτερο από το μέσο όρο για τη Δυτική Ευρώπη (35,4%). Τα επίπεδα των καθυστερημένων πληρωμών αντανακλάται στις 72 ημέρες κατά μέσο όρο στην εικόνα Ημέρες Εκκρεμών Πωλήσεων που δημοσιεύτηκε από Έλληνες ερωτηθέντες. Αυτό είναι το ίδιο με αυτό που παρατηρήθηκε στην Ιταλία, και 24 ημέρες περισσότερο από το μέσο όρο για τη Δυτική Ευρώπη (48 ημέρες).
Αυτή η διαφορά μπορεί να εξηγηθεί από το μεγάλο αντίκτυπο των τιμολογίων σε καθυστέρηση (άνευ πληρωμής μετά από 90 μέρες μετά την ημερομηνία που κατέστησαν ληξιπρόθεσμα), ιδίως στην εγχώρια αγορά. Αυτά ανέρχονται στο 12,4% της συνολικής αξίας των εγχώριων απαιτήσεων B2B, σε σύγκριση με το μέσο όρο της τάξης του 7% για τη Δυτική Ευρώπη. Μέση καθυστέρηση πληρωμών Οι εγχώριοι B2B πελάτες των Ελλήνων ερωτηθέντων κάνουν τις καθυστερημένες πληρωμές τους, κατά μέσο όρο, ένα μήνα μετά την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας πληρωμής. Αυτό σημαίνει ότι οι εγχώριοι Β2Β προμηθευτές στην Ελλάδα λαμβάνουν την πληρωμή των τιμολογίων 100 ημέρες μετά την ημερομηνία έκδοσης του τιμολογίου. Αυτός είναι ο μεγαλύτερο μέσος όρος διάρκειας πληρωμής σε όλες τις χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα, και είναι σχεδόν διπλάσιο από το μέσο όρο για τη Δυτική Ευρώπη (περίπου 55 ημέρες).
Κατά τα τελευταία δύο χρόνια, όμως, αυτή η χρονική περίοδος μειώθηκε σημαντικά (σχεδόν κατά τρεις εβδομάδες). Τα ληξιπρόθεσμα τιμολόγια του εξωτερικού, σε αντίθεση, καταβάλλονται εντός περίπου πέντε ημερών από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας πληρωμής. Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών, αυτό το χρονοδιάγραμμα μειώθηκε περίπου 20 ημέρες, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι προμηθευτές στην Ελλάδα ωφελούνται από την άμεση συμπεριφορά πληρωμής των ξένων ομολόγων τους. Ωστόσο, με χρόνο αναμονής 100 ημερών για να λάβουν την πληρωμή των εγχώριων τιμολογίων, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι Έλληνες ερωτηθέντες ανησυχούν ιδιαίτερα για την οικονομική ισορροπία των επιχειρήσεων τους. Όταν τους ζητήθηκε να υποδηλώσουν τη μεγαλύτερη πρόκληση για την κερδοφορία των επιχειρήσεων το 2015 δύο στους πέντε Έλληνες ερωτηθέντες ανέφεραν τη διατήρηση επαρκών ταμειακών ροών και την είσπραξη των ανεξόφλητων τιμολογίων. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, το ποσοστό των ερωτηθέντων είναι πάνω από αυτό στη Δυτική Ευρώπη συνολικά (18% υποδήλωσαν τις ταμειακές ροές και 11% την είσπραξη των εκκρεμών τιμολογίων).
Βασικοί παράγοντες καθυστέρησης πληρωμής
Οι περισσότεροι από τους ερωτηθέντες στην Ελλάδα (σχεδόν 84,3%) ανέφεραν ότι η εγχώρια καθυστέρηση πληρωμής των τιμολογίων B2B οφείλεται κυρίως στην ανεπαρκή διαθεσιμότητα κεφαλαίων. Στο 73%, αυτό είναι το υψηλότερο ποσοστό των ερωτηθέντων που αναφέρουν αυτό το λόγο σε όλες τις χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα και είναι σημαντικά υψηλότερο από εκείνο της Δυτικής Ευρώπης (51,4%). Επιλέγοντας την ανεπαρκή διαθεσιμότητα κεφαλαίων ως βασικό παράγοντα της καθυστέρησης πληρωμής δεν αποτελεί έκπληξη σε μια χώρα σε βαθιά οικονομική δυσκολία. Το 2014, το ποσοστό των Ελλήνων ερωτηθέντων που ανέφεραν αυτό το λόγο μειώθηκε σημαντικά, αυξανόμενο σημαντικά και πάλι φέτος. Η διαπίστωση αυτή αντανακλά την αύξηση του κινδύνου αφερεγγυότητας της χώρας. Επίσης, οι καθυστερήσεις πληρωμής από τους αλλοδαπούς πελάτες Β2Β αποδίδονταν πιο συχνά στην έλλειψη ρευστότητας (λίγο πάνω από το 57% των ερωτηθέντων). Για άλλη μια φορά, αυτό είναι το υψηλότερο ποσοστό των ερωτηθέντων που ανέφεραν αυτό το λόγο σε όλες τις χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα και είναι 20 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από εκείνο της Δυτικής Ευρώπης. Μετά από μια έντονη μείωση στην αρχή του 2014, το ποσοστό αυτό αυξήθηκε σημαντικά και πάλι επιστρέφοντας στα επίπεδα του 2013. Ποσοστό πωλήσεων που έγιναν με πίστωση σε σύνολο πωλήσεων στους ερωτηθέντες στην Ελλάδα.
Μη εισπράξιμοι λογαριασμοί
Ένας μέσος όρος 3,3% των απαιτήσεων Β2Β στην Ελλάδα αναφέρθηκαν ως μη εισπράξιμες. Αυτό είναι σχεδόν το τριπλάσιο του μέσου όρου για τη Δυτική Ευρώπη (1,2%). Οι μη εισπράξιμες εγχώριες B2B απαιτήσεις αναφέρθηκαν κυρίως από τους τομείς των υπηρεσιών και διαρκών καταναλωτικών αγαθών. Οι διαγραφές B2B του εξωτερικού αφορούσαν κυρίως στον τομέα των χημικών προϊόντων. Για το 71% των Ελλήνων ερωτηθέντων οι απαιτήσεις B2B οφείλονταν κυρίως στο ότι ο πελάτης είναι σε πτώχευση ή εκτός λειτουργίας. Αυτό σε σύγκριση με το 66,4% στη Δυτική Ευρώπη. Αξίζει να σημειωθεί ότι περισσότεροι ερωτηθέντες στην Ελλάδα (32,7%) σε σχέση με τη Δυτική Ευρώπη (24,1%) δήλωσαν ότι οι διαγραφές ήταν απόρροια του υψηλού κόστους της επιδίωξης εμπορικών χρεών. Το ποσοστό των ερωτηθέντων που δήλωσαν ότι δεν μπορούσε να εισπραχθεί το χρέος (30%), δεδομένου ότι ήταν πολύ παλιό είναι σχεδόν διπλάσιο σε σχέση με τη Δυτική Ευρώπη.
Πρακτικές πληρωμών ανά τομέα
Σε όλους σχεδόν τους τομείς με τους οποίους οι Έλληνες ερωτηθέντες ασκούν εμπόριο, στους εγχώριους B2B πελάτες χορηγούνται περίοδοι πληρωμής σύμφωνες με το μέσο όρο της χώρας. Εξαιρέσεις σε αυτό είναι οι τομείς του φαγητού και των διαρκών καταναλωτικών αγαθών, όπου οι περίοδοι πληρωμής είναι πολύ μικρότερες (κατά μέσο όρο περίπου 50 ημέρες). Τα υψηλότερα επίπεδα ληξιπρόθεσμων πληρωμών βρίσκονται στον εγχώριο κατασκευαστικό τομέα (σχεδόν 60%), που καταγράφει τις μεγαλύτερες καθυστερήσεις πληρωμών (κατά μέσο όρο 46 ημέρες). Δεν αποτελεί έκπληξη για μια χώρα της οποίας οι οικονομικές συνθήκες και το περιβάλλον αφερεγγυότητας παραμένουν δύσκολα, ένας μέσος όρος τεσσάρων στους πέντε ερωτηθέντες ανέφεραν ότι οι εγχώριοι B2B αγοραστές καθυστερούν την πληρωμή του τιμολογίου πιο συχνά λόγω των οικονομικών δυσκολιών.
Η αντίληψη των ερωτηθέντων στην Ελλάδα είναι ότι η συμπεριφορά πληρωμής των εγχώριων B2B πελατών θα παραμείνει η ίδια κατά τη διάρκεια των επόμενων 12 μηνών. Για την πλειονότητα των ερωτηθέντων (περίπου 25%) μια ελαφρά επιδείνωση αναμένεται στη βιομηχανία τροφίμων. Όσον αφορά στις εμπορικές σχέσεις τους στο εξωτερικό, οι Έλληνες ερωτηθέντες χορηγούν ανώτερες από το μέσο όρο περιόδους πληρωμής (45 ημέρες) σε αγοραστές Β2Β στον τομέα των τροφίμων. Τα ποσοστά αθέτησης πληρωμών του εξωτερικού, και τα επίπεδα καθυστέρηση πληρωμών, στον τομέα των κατασκευών είναι πάνω από τον μέσο όρο. Ωστόσο, η καθυστέρηση πληρωμών του εξωτερικού εμφανίζεται πιο συχνά λόγω των ανεπαρκειών του τραπεζικού συστήματος. Δεν αναμένεται καμία αλλαγή στη συμπεριφορά πληρωμής των πελατών του εξωτερικού των Ελλήνων ερωτηθέντων κατά τη διάρκεια των επόμενων 12 μηνών.