Τον κώδωνα του κινδύνου για τις επιπτώσεις που θα έχει το τριετές πάγωμα κρούει με δηλώσεις του στο «Έθνος» ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ Σάββας Ρομπόλης. Χαρακτηριστικά τονίζει πως «η μείωση του πραγματικού εισοδήματος από ένα τέτοιο μέτρο θα είναι τουλάχιστον 15% την τριετία».
Μπροστά στις ραγδαίες εξελίξεις οι εργοδοτικές οργανώσεις και η ΓΣΕΕ καλούνται να βρουν άμεσα σημεία επαφής για την υπογραφή της νέας εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας.
Η σύμβαση που μεταξύ άλλων ρυθμίζει τους κατώτερους μισθούς και ημερομίσθια από σήμερα δεν ισχύει, καθώς έληξε και η εξάμηνη μεταβατική περίοδος.
Μέχρι να υπάρξει συμφωνία των κοινωνικών εταίρων για την υπογραφή της νέας σύμβασης, ανοίγει ο δρόμος για τους εργοδότες να κάνουν νέες προσλήψεις με ατομικές συμβάσεις εργασίας! Μια τέτοια εξέλιξη ουσιαστικά θα τινάξει στον «αέρα» τις εργασιακές σχέσεις στη χώρα μας και γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο είναι επιτακτική ανάγκη να υπογραφεί νέα σύμβαση.
Την ίδια στιγμή το υπουργείο Εργασίας… προτρέπει τους εργοδότες και τα συνδικάτα να καταλήξουν σε συμφωνία τόσο για τη νέα σύμβαση όσο και τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις (και συγκεκριμένα στον ρόλο του ΟΜΕΔ). Σε περίπτωση υπογραφής εθνικής συλλογικής σύμβασης υπάρχουν ισχυρά ερείσματα ώστε να μην επιβληθεί το «πάγωμα» μισθών στον ιδιωτικό τομέα, δήλωσε χαρακτηριστικά στον ΣΚΑΪ ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Εργασίας Ροβέρτος Σπυρόπουλος, ο οποίος επεσήμανε πως «δεν μπορεί ένα μνημόνιο να καταργήσει κεκτημένα ετών».
Αποκαλυπτικός για τις επιπτώσεις που θα έχει το τριετές πάγωμα μισθών στον ιδιωτικό τομέα είναι και ο επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ Χρήστος Τριανταφύλλου.
Χαρακτηριστικά σημειώνει πως «η πραγματική αγοραστική δύναμη των κατώτατων αποδοχών επιστρέφει στα επίπεδα του 1984 και ενδεχομένως μπορεί να επιδεινωθεί περαιτέρω ανάλογα με την πορεία του πληθωρισμού και τις ανατιμήσεις των προϊόντων. Επίσης, πρέπει να ληφθεί υπόψη πως ο πληθωρισμός για τους χαμηλόμισθους είναι υψηλότερος του μέσου όρου, λόγω της διάρθρωσης της κατανάλωσης των νοικοκυριών με χαμηλά εισοδήματα και της διαμόρφωσης των τιμών σε επιμέρους βασικά αγαθά και υπηρεσίες».
Σύμφωνα με τις μελέτες που έχουν γίνει, οι χαμηλόμισθοι δίνουν συγκριτικά μεγαλύτερο μερίδιο του εισοδήματος για τη διατροφή και την κατοικία (τα οποία ακολουθούν ανοδική πορεία) και για ανελαστικές δαπάνες (π.χ. λογαριασμοί ΔΕΚΟ). Επομένως, επιβαρύνονται περισσότερο από την πορεία του πληθωρισμού και τις αυξήσεις στα είδη πρώτης ανάγκης.