H οικονομική κρίση έχει περιορίσει τις εξόδους, είτε αυτό αφορά σε διασκέδαση ή συμμετοχή σε πολιτιστικά θεάματα, σε ποσοστό 15%, περίπου. Η μεταβολή αυτή εντοπίζεται περισσότερο στις επιλογές διασκέδασης που έκαναν οι Έλληνες τα προηγούμενα χρόνια, όπως για παράδειγμα τις μεγάλες πίστες λαϊκού τραγουδιού και τις επιθεωρήσεις.
Το παραπάνω προκύπτει από έρευνα για την πολιτιστική κατανάλωση του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), η οποία παρουσιάστηκε σε ειδική ημερίδα χθες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από τα προκαταρκτικά αποτελέσματα του έργου, το οποίο χρηματοδοτείται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) ως μέρος μιας ευρύτερης διερεύνησης της εξέλιξης της κατανάλωσης στα χρόνια της κρίσης, προκύπτει ακόμα μέση μείωση στην κατανάλωση μουσικής 26% και θεάτρου-χορού 14%.
«Οι μεγαλύτερες μεταβολές παρατηρούνται στην κατανάλωση πολιτιστικών προϊόντων από τους μικρομεσαίους, όπως μικροεπιχειρηματίες, ή μικροβιοτέχνες και μαγαζάτορες, αλλά και όσους ασχολούνται με χειρωνακτικές εργασίες», δηλώνει ο Δημήτρης Εμμανουήλ, διευθυντής ερευνών του ΕΚΚΕ και επιστημονικός υπεύθυνος του έργου.
Όπως γράφει η «Καθημερινή», οι ερευνητές διέκριναν από τις απαντήσεις που πήραν στο ερωτηματολόγιό τους τέσσερις διαφορετικές ομάδες καταναλωτών:
- Τους «ανώτερους», που συγκεντρώνονται κυρίως σε χώρους/είδη «υψηλού» πολιτισμού και δείχνουν αυξανόμενη συγκέντρωση στις υψηλές βαθμίδες της κοινωνικής ιεραρχίας.
- Τους «παμφάγους» που οι επιλογές τους καλύπτουν όλο το φάσμα χώρων/ειδών, οι οποίοι, όμως συγκροτούν πολύ μικρές ομάδες.
- Τους «λαϊκούς», που απέχουν από τα «υψηλά».
- Τους «ανενεργούς» που παρουσιάζουν καθόλου ή εξαιρετικά περιορισμένη συμμετοχή στα πολιτιστικά θεάματα και αποτελούν μια ιδιαίτερα μεγάλη ομάδα.
«Η οικονομική κρίση δείχνει να έχει περιορίσει τις εξόδους για πολιτιστική κατανάλωση σε ποσοστό 15%, σε όλα τα πεδία. Σε κάποιες περιπτώσεις οι ερωτώμενοι δεν δήλωσαν ούτε μια επίσκεψη σε πολιτιστικό-ψυχαγωγικό δρώμενο κατά τα τελευταία δύο χρόνια, που δείχνει την ποιοτική μεταβολή στις καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων», σημειώνει ο κ. Εμμανουήλ.
Στο πεδίο της μουσικής η κατηγορία των ανενεργών φτάνει το 62%, στο θέατρο-χορό το 78%, ενώ στο σινεμά περιορίζεται στο 40%. Τα ποσοστά αυτά είναι υψηλά, μεν, αλλά δεν αποτελούν ελληνική πρωτοτυπία, αφού παρουσιάζονται και σε χώρες με πολύ πλουσιότερη πολιτιστική υποδομή. «Στην Αγγλία, για παράδειγμα, η μη-συμμετοχή σε μουσικές εκδηλώσεις και παραστάσεις θεάτρου-χορού ξεπερνάει το 80% και το 70% αντίστοιχα» διευκρινίζει ο κ. Εμμανουήλ.
Ωστόσο, η εντύπωση της αποδόμησης ενός μοντέλου ψυχαγωγίας (μεγάλες πίστες, ρεμπετάδικα), που συνδέθηκε με την ευμάρεια των προηγουμένων είκοσι ετών στην Ελλάδα, είναι έντονη.