Ένας από τους βασικούς λόγους για τις αντιδράσεις, που προκάλεσε σε όλο τον κόσμο η απόφαση της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) να αυξήσει τη ρευστότητα κατά 600 δισ. δολάρια με την αγορά ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου, είναι ο φόβος για νέα έκρηξη των διεθνών τιμών των πρώτων υλών.

Ο φόβος δεν είναι αδικαιολόγητος, καθώς ήδη από το καλοκαίρι του 2009, όταν όλες οι Κεντρικές Τράπεζες των δυτικών χωρών προχώρησαν σε μεγάλη αύξηση της ρευστότητας για να αντιμετωπίσουν την κρίση, είχαν διαφανεί σημαντικές ανατιμήσεις για τα εμπορεύματα που διαπραγματεύονται καθημερινά στα χρηματιστήρια.

Ένα μέρος της αυξημένης ρευστότητας διοχετεύθηκε από τους επενδυτές στα εμπορεύματα, με την προοπτική της εξασφάλισης κέρδους που δεν έδιναν οι μετοχές ή τα ομόλογα.

Βεβαίως, οι ανατιμήσεις δεν οφείλονται μόνο στην υπερβολική ρευστότητα και την κερδοσκοπία αλλά και σε παράγοντες που έχουν να κάνουν με την προσφορά των πρώτων υλών, ιδιαίτερα των τροφίμων. Οι κακές σοδειές, λόγω κακών καιρικών συνθηκών, σε μία σειρά από χώρες – μεγάλους παραγωγούς, οδήγησαν σε περιορισμό της προσφοράς και των εξαγωγών, με αποτέλεσμα να εκτοξευθούν οι τιμές.

Η τιμή του βαμβακιού έφθασε χθες στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών – στα 1,57 δολάρια η λίβρα (μία λίβρα αντιστοιχεί σε 0,45 κιλά) – σημειώνοντας αύξηση 70% σε σχέση με μόλις πριν 8 εβδομάδες. Η τιμή της ζάχαρης έφθασε στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 30 ετών την περασμένη εβδομάδα, στα 33 σεντς η λίβρα, λόγω της ξηρασίας στη Βραζιλία. Η τιμή του σιταριού αυξάνεται σταθερά, πετυχαίνοντας ρεκόρ διετίας.

Το αποτέλεσμα είναι πολλοί αναλυτές να φοβούνται μία επανάληψη της διατροφικής κρίσης του 2007-2008. Το τελευταίο διάστημα οι τιμές επιταχύνθηκαν εν όψει της αναμενόμενης ανακοίνωσης της Fed, η οποία είχε προεξοφληθεί από τις αγορές από το περασμένο καλοκαίρι. Έτσι, βλέπουμε πλέον ένα πραγματικό ράλι τιμών, το οποίο αφορά και στο πετρέλαιο και τα πολύτιμα μέταλλα. Ο χρυσός ξεπέρασε τα 1.400 δολάρια ανά ουγγιά, το ασήμι σημειώνει επίσης μεγάλες αυξήσεις και το πετρέλαιο ξεπέρασε τα 88 δολάρια το βαρέλι, πλησιάζοντας το επίπεδο των 90 δολαρίων.

Ειδικά για το «μαύρο χρυσό», η υποτίμηση του δολαρίου – που και αυτή προκλήθηκε εν μέρει από την αύξηση της ρευστότητας – συνέβαλε σημαντικά στην αύξηση της τιμής του, όπως και η διεκδίκηση των χωρών του ΟΠΕΚ να έχουν μεγαλύτερα έσοδα. Η συνεχής αύξηση της τιμής του χρυσού αντανακλά κυρίως την αβεβαιότητα για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας και ιδιαίτερα της αμερικανικής, η οποία ιστορικά καθιστούσε τον χρυσό το ασφαλές καταφύγιο των επενδυτών.