Με την πολιτική του φθηνού χρήματος και με δισεκατομμύρια για επενδύσεις η ΕΚΤ θέλει να τονώσει την οικονομία. Για ορισμένους δεν επαρκεί, ενώ για άλλους παρασύρει τις κυβερνήσεις στην αναβολή των μεταρρυθμίσεων.
Ο Μάριο Ντράγκι φαίνεται πως εξαγοράζει χρόνο. Αρχές Ιουνίου μείωσε τα βασικά επιτόκια στο ιστορικό 0,15%, προέβλεψε κυρώσεις για τράπεζες που προτιμούν να παρκάρουν τα χρήματά τους στην ΕΚΤ παρά να τα δανείζουν και εξήγγειλε ότι θα διαθέσει ποσό 500 δισ. ευρώ για να ενισχύσει τη δανειοδοτική δυνατότητα των χωρών σε κρίση.
Για τον γάλλο πρωθυπουργό οι κινήσεις αυτές δεν επαρκούν. «Δίνει μεν ένα καθαρό μήνυμα, αλλά θα επιθυμούσε μια Κεντρική Τράπεζα που θα προχωρούσε περισσότερο ακόμη κι αγοράζοντας περιουσιακά στοιχεία στις αγορές», δήλωσε ο Μανουέλ Βαλς πριν τη μείωση των επιτοκίων στην οικονομική εφημερίδα Les Echos, όπως μεταδίδει η Deutsche Welle. «Η νομισματική πολιτική δεν μπορεί να ρυθμίζεται μόνο μέσω της πολιτικής των επιτοκίων». Αντίθετη η άποψη του Χανς Βέρνερ Ζιν, οικονομολόγου και επικεφαλής του Ινστιτούτου IFO του Μονάχου, ενός από τα μεγαλύτερα ιδρύματα οικονομικών ερευνών στη Γερμανία. «Η ΕΚΤ μοιράζει παυσίπονα στις χώρες της νότιας Ευρώπης, που έχασαν την ανταγωνιστικότητά τους από την βροχή δανείων με πληθωριστικό χρήμα, που προκάλεσε το ευρώ. Αλλά ασφαλώς δεν πρόκειται για δομικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που χρειάζονται αυτές οι χώρες για να ξαναγίνουν ανταγωνιστικές».
Αλλά και ο Τζέιμι Καρουάνα, γενικός διευθυντής της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, που θεωρείται ως Τράπεζα των Κεντρικών Τραπεζών, προειδοποιεί τις χώρες του ευρώ να μη φύγουν από τη μεταρρυθμιστική τους πορεία. «Εάν η νομισματική πολιτική παραμείνει χαλαρή για μεγάλο διάστημα, θα χαλαρώσουν οι πιέσεις για μεταρρυθμίσεις», υποστηρίζει η Κορουάνα σε συνέντευξη στην Handelsblatt. «Οι πολιτικοί δεν θα πρέπει να θεωρήσουν ως ευκαιρία την πολιτική της ΕΚΤ για να πάρουν ανάσες».
Ήδη από τώρα μεγάλα προβλήματα έχουν εκατομμύρια που λόγω της κρίσης χρέους και της πολιτικής λιτότητας με επιπτώσεις στην οικονομία έχουν χάσει τη δουλειά τους. Ο μέσος όρος ανέργων τον Μάιο ήταν 11,6%, στην Ισπανία και στην Ελλάδα ξεπέρασε το 25%. Ακόμη και το ΔΝΤ που αποτελεί τμήμα της τρόικας υιοθετεί τελευταία επικριτική στάση απέναντι στην πολιτική λιτότητας επειδή βλάπτει την οικονομία. «Δεν ήταν η διαφορετική ανταγωνιστικότητα στην ευρωζώνη το πρόβλημα, ούτε οι υπερβολικές δαπάνες των κυβερνήσεων με εξαίρεση την Ελλάδα» πιστεύει ο Ρίτσαρντ Πόρτες, καθηγητής στο London Business School και πρόεδρος του Κέντρου Οικονομικοπολιτικών Ερευνών του Λονδίνου.
«Η κρίση χρέους προκλήθηκε από τη ροή κεφαλαίων που απελευθερώθηκε από την εισαγωγή του ευρώ και την απορύθμιση των χρηματαγορών». Ο Χανς Βέρνερ Ζιν δεν συμφωνεί και θεωρεί τη διαφορά ανταγωνιστικότητας ως βάση του προβλήματος, που θα πρέπει να αποκατασταθεί μέσω των προγραμμάτων λιτότητας.