Δύο «φαντάσματα» πλανώνται στην παρούσα φάση πάνω από την ευρωζώνη: ο χαμηλός πληθωρισμός και το ιδιαίτερα ακριβό κοινό νόμισμα. Πώς σκοπεύει να τα αντιμετωπίσει η ΕΚΤ, αναρωτιέται σε σημερινό της δημοσίευμα η Deutsche Welle.
«Αντιλαμβανόμαστε ότι μια μακρά περίοδος χαμηλού πληθωρισμού εγκυμονεί κινδύνους», είπε μόλις την περασμένη εβδομάδα ο Μάριο Ντράγκι, μιλώντας ενώπιον κεντρικών τραπεζιτών στην Πορτογαλία. Ο επικεφαλής της ΕΚΤ αναφέρεται στον κίνδυνο του αποπληθωρισμού, έναν φαύλο κύκλο διαρκούς πτώσης των τιμών, συρρίκνωσης των κερδών των επιχειρήσεων, μειωμένων επενδύσεων, αύξησης της ανεργίας και εντέλει, βαθύτερης ύφεσης. Το να εξέλθει κανείς από τον φαύλο αυτό κύκλο είναι εξαιρετικά δύσκολο, όπως καταδεικνύει και το παράδειγμα της Ιαπωνίας.
Προς το παρόν βέβαια ο κ. Ντράγκι δεν διαπιστώνει κίνδυνο αποπληθωρισμού στην Ευρωζώνη και η έστω και οριακή αύξηση των ρυθμών ανάπτυξης στις χώρες της κρίσης της νοτίου Ευρώπης φαίνεται να τον επιβεβαιώνουν. Εντούτοις το ισχυρό ευρώ θέτει σε κίνδυνο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας που πέτυχαν οι χώρες αυτές χάρη στις μειώσεις των μισθών. Ειδικοί υποστηρίζουν ότι το ευρώ είναι υπερτιμημένο κατά τουλάχιστον 10%.
Παλιά και νέα εργαλεία
Όλα τα βλέμματα στρέφονται λοιπόν τώρα στην αυριανή συνεδρίαση του διευθυντηρίου της ΕΚΤ. Οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν σχεδόν βέβαιη την περαιτέρω μείωση του βασικού επιτοκίου, που σήμερα ανέρχεται στο 0,25%, στο 0,15% ή 0,10%.
Η παρέμβαση της ΕΚΤ δεν θα περιοριστεί όμως αυτή τη φορά μόνον σε αυτό το εργαλείο. Για τις τράπεζες εκείνες που «παρκάρουν» τα χρήματά τους στην ΕΚΤ, το επιτόκιο θα διαμορφωθεί με αρνητικό πρόσημο. Με το «τιμωρητικό» αυτό επιτόκιο η κεντρική τράπεζα εξυπηρετεί δυο βασικούς στόχους, εξηγεί ο Γενς-Όλιβερ Νίκλας, οικονομολόγος στην Τράπεζα Landesbank Baden – Württemberg (LBBW): «Στόχος αφενός να αποδυναμωθεί το ευρώ στις αγορές συναλλάγματος και αφετέρου να προωθηθεί επιτέλους η υψηλή ρευστότητα που προσφέρει η ΕΚΤ στην ιδιωτική οικονομία».
Με απλά λόγια: απώτερος στόχος είναι να δοθούν κίνητρα στις τράπεζες προκειμένου αυτές να δίνουν περισσότερες πιστώσεις σε επιχειρήσεις. Αυτό θα οδηγούσε σε περισσότερες επενδύσεις, ενίσχυση της ανάπτυξης και εντέλει σε υψηλότερο πληθωρισμό. Εάν υποχωρήσει και η αξία του ευρώ, τότε ο κ. Ντράγκι θα έχει πετύχει μ’ έναν «σμπάρο δυο τρυγόνια». Οι ειδικοί, ωστόσο, είναι αρκετά επιφυλακτικοί: «Η διάθεση δανείων εκ μέρους των εμπορικών τραπεζών εξαρτάται περισσότερο από τη ζήτηση και όχι από την προσφορά», λέει ο Γενς-Όλιβερ Νίκλας.
Οι εναλλακτικές λύσεις των τραπεζών
Αυτό σημαίνει ότι εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και της παρατεταμένης ύφεσης η ζήτηση για δάνεια, ειδικά στις χώρες της νοτίου Ευρώπης, είναι πολύ περιορισμένη. Επιπλέον, η ΕΚΤ δεν μπορεί να αναγκάσει τις τράπεζες να παρέχουν δάνεια στην ιδιωτική οικονομία. Προκειμένου λοιπόν να αποφύγουν το τιμωρητικό επιτόκιο της ΕΚΤ, δεν αποκλείεται οι τράπεζες να αναζητήσουν εναλλακτικές λύσεις, όπως για παράδειγμα τα κρατικά ομόλογα των χωρών της κρίσης. Τα επιτόκια παραμένουν ιδιαίτερα ελκυστικά και επιπλέον η ΕΚΤ συνεχίζει να εγγυάται γι’ αυτά. Μια τέτοια εξέλιξη θα είχε βέβαια τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Τι θα πρέπει λοιπόν να γίνει; Απολύτως τίποτα, υποστηρίζει ο Ρόλαντ Φάουμπελ, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο του Μανχάιμ: «Η ύφεση έχει σχεδόν ξεπεραστεί. Υπάρχει θετική ανάπτυξη στο σύνολο της Ευρωζώνης. Έχουμε μια υγιή αύξηση της ποσότητας χρήματος. Δεν υπάρχει λοιπόν λόγος για χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής».