Τους τρόπους με τους οποίους μεγάλες τράπεζες στρέφουν αλλού το βλέμμα τους ή συνηγορούν σε ξέπλυμα χρήματος φέρνει στο φως μια νέα έρευνα της Διεθνούς Σύμπραξης Ερευνητών Δημοσιογράφων (ICIJ) με τη συνεργασία 108 μέσων ενημέρωσης από ολόκληρο τον κόσμο.
Η έρευνα βασίζεται στην εξέταση περισσότερων από 2.100 «αναφορών ύποπτης δραστηριότητας» (SAR), που υποβλήθηκαν από τράπεζες ολόκληρου του κόσμου στο Δίκτυο Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων (FinCen), μια Αρχή που υπάγεται στο αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών, και διέρρευσαν στον αμερικανικό ιστότοπο BuzzFeed News.
Συνολικά, οι απόρρητες αυτές αναφορές αποκαλύπτουν έναν όγκο ύποπτων συναλλαγών που αγγίζουν τα 2,1 τρισεκατομμύρια δολάρια, στη διάρκεια μιας περιόδου σχεδόν είκοσι χρόνων, από το 1999 έως το 2017. Και δείχνουν πως οι τράπεζες, που διασφαλίζουν το μεγαλύτερο κομμάτι των διεθνών χρηματοοικονομικών συναλλαγών, επιτρέπουν ενίοτε την παθητική κυκλοφορία, μέσα από τους τραπεζικούς λογαριασμούς ατόμων ή εταιρειών που δεν έχουν καταφέρει να ταυτοποιήσουν, κεφαλαίων που ενδέχεται να έχουν προκύψει από ξέπλυμα και να οφείλονται σε παράνομες δραστηριότητες (φοροδιαφυγή, έσοδα από εγκληματικές δραστηριότητες, ναρκεμπόριο, εμπόριο όπλων, παράνομο εμπόριο έργων τέχνης και ούτω καθεξής).
Τα έγγραφα αφορούν συναλλαγές ύψους 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ανάμεσα στο 1999 και το 2017.
Η έρευνα στιγματίζει πέντε μεγάλες τράπεζες, τις JPMorgan Chase, HSBC, Standard Chartered, Deutsche Bank και Bank of New York Mellon, που κατηγορούνται ότι συνέχισαν την διακίνηση κεφαλαίων υπόπτων ως εγκληματιών ακόμη και αφού κατηγορίες είχαν απαγγελθεί εναντίον τους ή είχαν καταδικασθεί για οικονομικά εγκλήματα.
Σύμφωνα με το Buzzfeed News, «τα δίκτυα μέσω των οποίων το βρώμικο χρήμα διακινείται στον κόσμο έχουν γίνει ζωτικές αρτηρίες της παγκόσμιας οικονομίας».
Σε ανακοίνωσή της η Deutsche Bank βεβαιώνει ότι οι αποκαλύψεις της Κοινοπραξίας είναι πληροφορίες «πολύ γνωστές» στους ελεγκτές της και ότι έχει αφιερώσει σημαντικούς πόρους στην ενίσχυση των ελέγχων αυτών και ότι δίνει μεγάλη προσοχή στις ευθύνες και τις υποχρεώσεις της.
Η έρευνα αναδεικνύει επίσης την αδυναμία των αμερικανικών αρχών στο έλεγχο αυτών των συναλλαγών.
Σε ανακοίνωσή της πριν από την δημοσίευση της έρευνας η οικονομική αστυνομία του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ προειδοποιεί ότι η δημοσίευση καταγγελιών ύποπτης δραστηριότητας συνιστά «έγκλημα» που μπορεί να έχει επιπτώσεις στην εθνική ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ευρωπαϊκά χρηματιστήρια
Πτώση κατέγραψαν σήμερα στο ξεκίνημα της διαπραγμάτευσης οι ευρωπαϊκές μετοχές, για τρίτη συνεχή συνεδρίαση, λόγω των ανησυχιών για αύξηση των κρουσμάτων κορονοϊού στην ήπειρο και τη βουτιά στις μετοχές των HSBC και Standard Chartered ύστερα από δημοσιεύματα σύμφωνα με τα οποία οι δύο βρετανικές τράπεζες διακινούσαν παράνομα κεφάλαια.
Ο πανευρωπαϊκός δείκτης STOXX 600 σημείωσε πτώση 1,0% στην αρχή της συνεδρίασης, με τον βρετανικό, δείκτη FTSE 100 να καταγράφει απώλειες 1,6%.
Στο χρηματιστήριο του Λονδίνου, η μετοχή της HSBC, που ήδη κινείται στα χαμηλότερα επίπεδα δεκαετιών, σημείωσε πτώση 3,2%, ενώ της Standard Chartered υποχώρησε κατά 2,9% ύστερα από δημοσιεύματα του BuzzFeed και άλλων μέσω, σύμφωνα με τα οποία οι βρετανικές αυτές τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα διακίνησαν μεγάλα ποσά που φέρονται να είναι παράνομα κεφάλαια για περίπου δύο δεκαετίες παρά τις προειδοποιήσεις για την προέλευση των χρημάτων.
Παράλληλα, δημοσίευμα της κρατικής κινεζικής εφημερίδας Global Times ανέφερε ότι η HSBC είναι πιθανόν μεταξύ αυτών που θα περιληφθούν στον κινεζικό «κατάλογο με μη αξιόπιστες οντότητες» που θα στοχοποιεί ξένες εταιρίες οι οποίες παραβιάζουν την κινεζική νομοθεσία ή προχωρούν σε «παράνομες ενέργειες».
Ο ευρωπαϊκός τραπεζικός κλάδος, που ήδη καταγράφει απώλειες περίπου 40% από τις αρχές του έτους, σημείωσε νωρίτερα πτώση 2,2%.
Οι νέοι περιορισμοί λόγω του κορονοϊού στην Ισπανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες καθώς και η είδηση ότι ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον εξετάζει ένα δεύτερο lockdown στη Βρετανία οδήγησαν τον ευρωπαϊκό δείκτη των εταιριών ταξιδιών και αναψυχής σε πτώση 2,5%.
Σε χαμηλό 25 ετών υποχώρησε η μετοχή της HSBC στο Χονγκ Κονγκ – βουτιά για τη μετοχή της StanChart
Οι μετοχές της HSBC και της Standard Chartered στο Χονγκ Κονγκ κατέγραψαν σήμερα βουτιά ύστερα από δημοσιεύματα σύμφωνα με τα οποία οι ίδιες και άλλες τράπεζες διακίνησαν μεγάλα ποσά που φέρονται να είναι παράνομα κεφάλαια για περίπου δύο δεκαετίες παρά τις προειδοποιήσεις για την προέλευση των χρημάτων.
Τα δημοσιεύματα στο BuzzFeed και άλλα μέσα ενημέρωσης βασίστηκαν σε «αναφορές ύποπτης δραστηριότητας» (SAR) που συντάχθηκαν από τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προς το Δίκτυο Καταπολέμησης Οικονομικού Εγκλήματος του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, το FinCen. Οι αποκαλύψεις αποτυπώννουν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ρυθμιστικοί και χρηματοπιστωτικοί φορείς στην προσπάθειά τους να σταματήσουν τη ροή του βρώμικου χρήματος παρά τα δισεκατομμύρια δολάρια επενδύσεων και προστίμων που έχουν επιβληθεί σε τράπεζες την περασμένη δεκαετία.
Η μετοχή της HSBC στο Χονγκ Κονγκ υποχώρησε έως και 4,4% στα 29,60 δολάρια Χονγκ Κονγκ σήμερα, το χαμηλότερο επίπεδό της από τον Μάιο του 1995. Η τιμή της μετοχής της έχει μειωθεί σχεδόν κατά το ήμισυ από τις αρχές τους έτους.
Η μετοχή της StanChart σημείωσε πτώση 3,8% στα 35,80 δολάρια Χονγκ Κονγκ, το χαμηλότερο επίπεδο από τις 25 Μαΐου φέτος. Ο δείκτης Hang Seng Index σημείωσε νωρίτερα πτώση έως 1%.
Η HSBC και η StanChart, μεταξύ άλλων παγκόσμιων τραπεζών, έχουν καταβάλει δισεκατομμύρια δολάρια σε πρόστιμα τα τελευταία χρόνια για παραβίαση των αμερικανικών κυρώσεων στον Ιράν και των κανόνων ενάντια στο ξέπλυμα χρήματος.
Τα δημοσιεύματα έρχονται σε μια δύσκολη περίοδο για τις δύο βρετανικές τράπεζες, που αντλούν το μεγαλύτερο μέρος των κερδών τους στην Ασία, και έχουν πληγεί από τον αντίκτυπο της πανδημίας της COVID-19, τις εντάσεις στις σινοαμερικανικές σχέσεις και την πολιτική αβεβαιότητα στο Χονγκ Κονγκ.