Μια αποτελεσματική αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης στην ΕΕ απαιτεί μια «ευρωπαϊκή επενδυτική ατζέντα» ύψους 160 δισ. ευρώ ετησίως. Το ποσό αυτό, που αντιστοιχεί στο 4% του ΑΕΠ των χωρών της ΕΕ που πλήττονται από τη δημοσιονομική κρίση, αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξή τους, δήλωσε ο πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας (DIW) Μάρσελ Φράτσερ στο περιθώριο πρόσφατης ημερίδας του ιδρύματος Φρίντριχ Έμπερτ στο Βερολίνο.
Σύμφωνα με την Deutsche Welle, αυτή είναι η μια όψη του νομίσματος, όπως τονίζει ο πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας (DIW). Η άλλη είναι η ευθύνη που φέρουν οι κυβερνήσεις των χωρών που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα. Ο κ. Φράτσερ αμφιβάλλει αν η Ελλάδα πράγματι έχει ανταποκριθεί σε αυτή την υποχρέωση.
«Η ελληνική κυβέρνηση έδειξε ότι δεν είναι σε θέση, τουλάχιστον ως τώρα, να εφαρμόσει πολλές από τις μεταρρυθμίσεις. Αλλά αυτό είναι μια βασική προϋπόθεση. Όσα χρήματα και να δώσεις δεν θα πετύχεις τίποτα αν δεν επενδυθούν εκεί που υπάρχουν ανάγκες», επισήμανε μιλώντας στην DW.
Χωρίς τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας στη δημόσια διοίκηση και στις φορολογικές αρχές, στη λειτουργία κτηματολογίου και σε πολλά άλλα παρόμοια, τα όποια πακέτα βοήθειας δεν πρόκειται να επιφέρουν αποτελέσματα. Με βάση αυτήν την εκτίμηση, ο Μαρσέλ Φράτσερ υποστηρίζει την αναγκαιότητα παροχής τεχνικής βοήθειας και συμβούλων προς την Ελλάδα.
Για το ρόλο της τρόικας είπε τα εξής: «Θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει αν κάνει καλά ή άσχημα τη δουλειά της. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα όλων των κρατών-μελών της ευρωζώνης, διασφαλίζοντας ότι τα χρήματά μας δεν καταλήγουν σε κάποια περίεργα κανάλια ή ότι σπαταλούνται.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το βασικό λάθος έγινε το Μάιο του 2010, όταν αποφασίστηκε να δοθεί στην Ελλάδα το πρώτο πακέτο βοήθειας. Η σωστότερη επιλογή τότε θα έπρεπε να ήταν κούρεμα του χρέους, όπως και έγινε αργότερα. Ανερχόμενο σχεδόν σε 180% επί του ΑΕΠ το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο. Για να γίνει θα πρέπει να μειωθεί στο 90% ή -το πολύ- στο 100%. Ένα κούρεμα τέτοιου ύψους θα σήμαινε για τους γερμανούς φορολογούμενους «βάρος» της τάξης των 30 με 40 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό, σύμφωνα με το γερμανό οικονομολόγο, δεν είναι ούτε για τους Γερμανούς αμελητέο. Αποτελεί ουσιαστικά το μισό του ποσού που η Γερμανία προσφέρει σήμερα ως εγγυήσεις για τα ελληνικά δάνεια και για το οποίο, όπως προβλέπει, δεν υπάρχουν πολλές ελπίδες να επιστραφεί.