Στην αρχή της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, παραπέμπει ο υπουργός Οικονομικών, Γιάννης Στουρνάρας, με έγγραφό του που διαβιβάστηκε στη Βουλή, αναφορικά με το ύψος των τραπεζικών επιτοκίων και τη διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια χορηγήσεων και καταθέσεων.
Την ίδια ώρα, η Τράπεζα της Ελλάδος επικαλείται τις συνθήκες που έχουν επηρεάσει το κόστος των τραπεζών στην άντληση ρευστότητας και δηλώνει ότι οποιαδήποτε δική της παρέμβαση στον διοικητικό καθορισμό των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων θα ήταν αντίθετη στη νομοθεσία, εθνική και ευρωπαϊκή.
«Το ύψος των τραπεζικών επιτοκίων υπαγορεύεται από την αρχή της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, όπως έχει θεσμοθετηθεί με την υπ΄ αριθμ.1087/1987 Πράξη του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως αυτή ισχύει, καθώς και με το Καταστατικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών» αναφέρει ο υπουργός Οικονομικών.
Προσθέτει επίσης, ότι «δεδομένης της ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, το ύψος αυτών προσδιορίζεται από το εκάστοτε πιστωτικό ίδρυμα με όρους ιδιωτικών κριτηρίων, (όπως η τραπεζική αγορά της χώρας, οι συνθήκες ανταγωνισμού, οι συνθήκες προσφοράς και ζήτησης, η πιστοληπτική διαβάθμιση του πιστωτικού ιδρύματος, ο πιστωτικός και λειτουργικός κίνδυνος που αναλαμβάνει), μέσα στο γενικότερο οικονομικό περιβάλλον της χώρας (πιστοληπτική διαβάθμιση της χώρας, ρυθμός πληθωρισμού κλπ)».
Το έγγραφο του κ. Στουρνάρα διαβιβάστηκε μετά από ερώτηση της βουλευτού των Ανεξάρτητων Ελλήνων, Μαρίας Κόλλια Τσαρουχά, σύμφωνα με την οποία ενώ υποχωρούν τα επιτόκια καταθέσεων από μήνα σε μήνα, δεν αποκλιμακώνονται τα επιτόκια χορηγήσεων, όπως ζητούν οι επαγγελματίες.
Στη Βουλή διαβιβάστηκε και έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδος, με το οποίο επισημαίνεται ότι «οι όροι χορήγησης δανείων και πάσης μορφής πιστώσεων από τα πιστωτικά ιδρύματα προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα, καθώς και προσέλκυσης καταθέσεων, διενεργούνται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα, με βάση την πολιτική που υιοθετεί έκαστο ως προς την ανάληψη και διαχείριση κινδύνων (πιστωτικού, αγοράς, ρευστότητας κλπ)».
Όπως διευκρινίζει η ΤτΕ, στον σχεδιασμό της πολιτικής αυτής λαμβάνονται, υποχρεωτικώς, υπόψη οι συνθήκες των αγορών που επηρεάζουν το κόστος των τραπεζών για άντληση ρευστότητας και οι κίνδυνοι κάθε πίστωσης, τόσο εν αναφορά με τα ειδικά χαρακτηριστικά του δανειολήπτη όσο και με μακρο-οικονομικούς παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν την εισπραξιμότητα της απαίτησης.
«Στο πλαίσιο αυτό, οποιαδήποτε παρέμβαση της Τράπεζας της Ελλάδος στον διοικητικό καθορισμό των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων, θα ήταν αντίθετη με την εθνική νομοθεσία και το ενωσιακό δίκαιο» τονίζει η ΤτΕ.