Κάμψη των πωλήσεων και ζημιές, για δεύτερο συνεχόμενο έτος, κατέγραψαν το 2012, ως σύνολο, οι ελληνικές βιομηχανίες διαλογής και τυποποίησης φρούτων και λαχανικών, οι οποίες, ωστόσο, το 2013 αυξάνουν σημαντικά τον όγκο των εργασιών και των εξαγωγών τους, επιστρέφοντας, πιθανώς, σε κερδοφόρα αποτελέσματα.
Οι εξαγωγές ελληνικών οπωροκηπευτικών το πρώτο τετράμηνο του τρέχοντος έτους παρουσίασαν μέση αύξηση, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, κατά 14,6% σε όγκο και κατά 21,8% σε αξία, αντανακλώντας βελτίωση του προϊοντικού μείγματος και, ενδεχομένως, βελτιωμένα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων του τομέα. Ειδικότερα, στα φρούτα η αύξησή τους ανέρχεται σε 18,6% σε όγκο και σε 24% σε αξία, ενώ, στα λαχανικά οι αντίστοιχες επιδόσεις είναι 2,5% και 16,3%.
«Παρόλο που ο όγκος των εξαγωγών στο πρώτο τετράμηνο ευνοήθηκε και από την αυξημένη, για συγκυριακούς λόγους, ζήτηση σε ορισμένες χώρες και θα επηρεαστεί αρνητικά στη συνέχεια από τη μειωμένη συγκομιδή ροδακίνων, πιστεύουμε ότι και σε ετήσια βάση οι εξαγωγές φρούτων και λαχανικών θα σημειώσουν άνοδο» ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο εμπειρογνώμονας του συνδέσμου των ελληνικών επιχειρήσεων του τομέα IncoFruit Hellas, Γιώργος Πολυχρονάκης.
Συγχρόνως, ο κ. Πολυχρονάκης πιθανολογεί ότι η στενότητα των διαθέσιμων κεφαλαίων, σε συνδυασμό με τις αυξανόμενες ποιοτικές απαιτήσεις της διεθνούς αγοράς, θα επιταχύνουν τις ανακατατάξεις στην ελληνική βιομηχανική αγορά νωπών οπωροκηπευτικών. Εξάλλου, αναμένεται ότι συν τω χρόνω θα τεθούν σε πλήρη εφαρμογή διατάξεις που θα επιβάλλουν τη διακίνηση μόνο τυποποιημένων προϊόντων του τομέα.
Η εξαγωγική επέκταση επιτυγχάνεται έως τώρα, καθώς φαίνεται, με απώλειες για αρκετές από τις επιχειρήσεις του τομέα, που καταγράφουν συμπίεση των λειτουργικών περιθωρίων κέρδους ή και ζημιές. Ακόμη και παραδοσιακές, μεγάλες εταιρείες φαίνεται να κλονίζονται, σε βαθμό που να μην παρουσιάζουν καν ισολογισμούς, καθώς τα «κανόνια» στην αγορά δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, ενώ, ορισμένες μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές είναι ιδιαιτέρως υποτονικές και αξιώνουν την παροχή μεγαλύτερων πιστώσεων, υπονομεύοντας περαιτέρω τη δυσχερή χρηματοοικονομική θέση σειράς επιχειρήσεων του τομέα.
Ο τομέας εμφάνισε το 2012 ως σύνολο, σε σύγκριση με το 2011, μειωμένα κατά 10% κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (19,7 εκατ. ευρώ σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία), ίσα προς το 4,9% των συνολικών εσόδων του (5,2% το 2011), σε συνθήκες πτώσης των εσόδων του κατά 5% και σταθεροποίησης του μεικτού περιθωρίου κέρδους του (17,4% και τα δύο έτη). Η συρρίκνωση των συνολικών κερδών σε λειτουργικό επίπεδο, που οδήγησε σε αυξημένες τελικές ζημιές, οφείλεται προφανώς στις αυξημένες λειτουργικές δαπάνες που συνεπάγεται η εξαγωγική επέκταση των επιχειρήσεων. Επιπροσθέτως, αρνητικά επέδρασε η αύξηση του χρηματοδοτικού κόστους και των προβλέψεων για επισφάλειες και συναφείς εμπορικούς κινδύνους.
Οι συνολικές πωλήσεις 63 ΑΕ και ΕΠΕ βιομηχανικού χαρακτήρα του τομέα, μεγάλου, μεσαίου και μικρού μεγέθους, τα οικονομικά στοιχεία των οποίων έχουν γίνει γνωστά, ανήλθαν το 2012 σε 399,4 εκατ. ευρώ και είναι μειωμένες κατά 19,5 εκατ. ευρώ (-5%). Προφανώς, η εξαγωγική επέκταση συνοδεύεται από απώλειες αυτών των επιχειρήσεων στην εγχώρια αγορά, όπου η συνολική εισαγωγική διείσδυση βαίνει μειούμενη, αλλά αυξάνεται το μερίδιο των αποκλειστικά ή εν πολλοίς εισαγωγικών, εμπορικών εταιρειών διαλογής και διάθεσης επαρκώς ή ανεπαρκώς τυποποιημένων φρούτων και λαχανικών. Μείωση των πωλήσεων παρουσίασαν ωστόσο μόνο οι 32 από τις 63 επιχειρήσεις, δηλαδή σχεδόν μία στις δύο, καθώς οι υπόλοιπες 31 τις αύξησαν.
Οι 63 αυτές βιομηχανικές, κατά βάση, εταιρείες στις 31-12-2012 διέθεταν πάγια και κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία της τάξης των 360 εκατ. ευρώ και, ως σύνολο, κατέγραψαν:
– Μεικτά κέρδη 69,4 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 5% (-3,5 εκατ. ευρώ).
– Κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA), ύψους 19,7 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 10% (-2,2 εκατ. ευρώ).
– Κέρδη προ φόρων και τόκων (EBIT) 4,4 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 33% (-2,2 εκατ. ευρώ) και ίσα προς το 1,1% των πωλήσεων, έναντι αντίστοιχου ποσοστού 1,6% το 2011.
– Ζημιές προ φόρων 2 εκατ. ευρώ, που ισοδυναμούν με επιδείνωση κατά 2,8 εκατ. ευρώ (κέρδη 0,8 εκατ. ευρώ το 2011) και είναι ίσες προς το -0,5% των πωλήσεων, έναντι αντίστοιχου ποσοστού +0,1% το 2011.
– Καθαρές ζημιές, μετά την πρόβλεψη για φόρους, ύψους 4,9 εκατ. ευρώ, που ισοδυναμούν με επιδείνωση κατά 2,1 εκατ. ευρώ (ζημιές 2,8 εκατ. ευρώ το 2011) και είναι ίσες προς το -1,2% των πωλήσεων, έναντι αντίστοιχου ποσοστού -0,7% το 2011.
Με κριτήριο τα τελικά, καθαρά αποτελέσματα κερδοφόρες ήταν, πάντως, έστω οριακά, οι (μισές) 32 από τις 63 επιχειρήσεις, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες (μισές) 31, οι οποίες παρουσίασαν ζημιές, έστω οριακές.
Τα συνολικά ίδια κεφάλαια των 63 επιχειρήσεων (134,2 εκατ. ευρώ) είναι κατά 2% αυξημένα το 2012 (+2,2 εκατ. ευρώ), κυρίως λόγω της λογιστικής αναπροσαρμογής μέρους των παγίων, σε συνθήκες μείωσης του συνόλου των απασχολουμένων κεφαλαίων (360 εκατ. ευρώ στο τέλος της χρήσης) κατά 2% (-8 εκατ. ευρώ).
Για τον λόγο που προαναφέρθηκε η αναλογία των ιδίων κεφαλαίων προς τα συνολικά κεφάλαια του τομέα αυξήθηκε σε 37,3% το 2012, από 35,9% το 2011. Συγχρόνως, οι συνολικές υποχρεώσεις τους (225,8 εκατ. ευρώ στο τέλος της χρήσης) μειώθηκαν κατά 4,3% (-10,2 εκατ. ευρώ), με μεγαλύτερη μείωση, όμως, των μακροπρόθεσμων υποχρεώσεων, με συνέπεια να εξασθενήσει η κεφαλαιακή ευστάθεια του τομέα.
Αυτά προκύπτουν από την επεξεργασία των ισολογισμών τους, σύμφωνα με στοιχεία που αντλήθηκαν από το CD-ROM «Ελληνική Βιομηχανία 2012-2013», το ΓΕΜΗ, την Icap Group, το www.inr.gr και τους διαδικτυακούς ιστότοπους και τις αρμόδιες υπηρεσίες των ίδιων των επιχειρήσεων, ορισμένες από τις οποίες οφείλουν σημαντικό μέρος του κύκλου εργασιών τους σε καλλιέργεια φρούτων και λαχανικών, αλλά και σε αμιγώς εμπορικές ή και εισαγωγικές δραστηριότητες στην εγχώρια αγορά στον ίδιο τομέα ή στην αγορά γεωργικών εφοδίων.
Στις εν λόγω επιχειρήσεις δεν συμπεριλαμβάνονται οι ενώσεις συνεταιρισμών, ούτε άλλες, κατά βάση εμπορικές, και ως επί το πλείστον εισαγωγικές εταιρείες διάθεσης συσκευασμένων νωπών οπωροκηπευτικών.