Το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό μερικής απασχόλησης στην ευρωζώνη κατέγραψε η Ελλάδα το 2012, στο 7,7%, έναντι 21,4%, στην ευρωζώνη και 19,9%, στην «Ευρώπη των 27», σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, το 2012 στην ΕΕ υπήρχαν 43 εκατομμύρια μερικώς απασχολούμενοι, εκ των οποίων τα 9,2 εκατομμύρια (21,4%), δήλωσαν ότι επιθυμούν και είναι διαθέσιμοι να απασχοληθούν περισσότερες ώρες. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είναι το υψηλότερο στην ΕΕ (66%) και ακολουθούν η Ισπανία (55%), η Λετονία (53%) και η Κύπρος (50%). Αντίθετα, το χαμηλότερο ποσοστό ημιαπασχολουμένων, που επιθυμούν και είναι διαθέσιμοι να απασχοληθούν περισσότερο, καταγράφεται στην Ολλανδία (3%), όπου το ποσοστό ημιαπασχόλησης είναι το υψηλότερο στην ΕΕ.
Η Ολλανδία έχει το υψηλότερο ποσοστό ημιαπασχόλησης στην ΕΕ (49,8%) και ακολουθούν η Μεγάλη Βρετανία (27%), η Γερμανία και η Σουηδία (26,5%), η Δανία (25,7%), η Αυστρία (25,5%) και το Βέλγιο (25%).
Τα χαμηλότερα ποσοστά μερικής απασχόλησης στην ΕΕ καταγράφονται στη Βουλγαρία (2,4%), στη Σλοβακία (4,1%), στη Τσεχία (5,7%), στην Ουγγαρία (7%) και στην Ελλάδα (7,7%).
Εξάλλου, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η εν δυνάμει επιπρόσθετη εργατική δύναμη στην «Ευρώπη των 27», ανέρχεται σε 11 εκατομμύρια ανθρώπους.
Συγκεκριμένα, στον οικονομικά ανενεργό πληθυσμό (ούτε απασχολούμενοι, ούτε άνεργοι), καταγράφονται 8,8 εκατομμύρια άτομα, από 15 ως 74 ετών, τα οποία είναι διαθέσιμα να εργαστούν, αλλά δεν αναζητούν εργασία, και 2,3 εκατομμύρια άτομα που αναζητούν εργασία, αλλά δεν είναι διαθέσιμα για αυτό. Και οι δύο αυτές ομάδες αποτελούν ένα δυνητικά πρόσθετο εργατικό δυναμικό 11 εκατομμυρίων ανθρώπων, που αντιστοιχεί στο 4,6% της εργατικής δύναμης της ΕΕ. Το ποσοστό αυτό κυμαίνεται στα κράτη – μέλη από 1,5% στην Τσεχία έως 12,1% στην Ιταλία.
Στην Ελλάδα, η εν δυνάμει επιπρόσθετη εργατική δύναμη ανέρχεται σε 127.000 άτομα, ποσοστό το οποίο αντιστοιχεί στο 2,6% της εργατικής δύναμης της χώρας.