Eντός του Δεκεμβρίου θα ξεκινήσουν τις εργασίες τους οι μελετητικές ομάδες της γενικής γραμματείας Εμπορίου και της Επιτροπής Ανταγωνισμού με στελέχη του ΟΟΣΑ.
Οι εργασίες θα γίνουν στο πλαίσιο της σύμβασης που υπέγραψε το υπουργείο Ανάπτυξης Ανταγωνιστικότητας Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων με τον οργανισμό.
Με τις μελέτες θα γίνουν προσπάθειες αντιμετώπισης δυσκαμψιών της αγοράς που έχει εφαρμοστεί σε άλλες χώρες, όπως την Ιαπωνία, την Αυστραλία, για την ομαλότερη λειτουργία της αγοράς σε τέσσερις τομείς: λιανική, μεταποίηση, τουρισμός και οικοδομικά υλικά.
Το επτάμηνο αυτό πρόγραμμα δεν έχει ως στόχο του την μείωση των τιμών, αν και αυτό εκτιμάται ότι θα συμβεί σε δεύτερο χρόνο ως αποτέλεσμα της ορθής λειτουργίας της αγοράς. Ωστόσο και αυτή η προσπάθεια μαζί με άλλες παράλληλες δράσεις που τρέχει η Επιτροπή Ανταγωνισμού επιδιώκουν να αφαιρεθούν από την αγορά τα ρυθμιστικά εμπόδια που οδηγούν εντέλει την ακρίβεια να είναι αυτοτροφοδοτούμενη.
Η Επιτροπή αυτό το διάστημα δουλεύει πυρετωδώς μία κλαδική μελέτη για τη διαμόρφωση του ανταγωνισμού στην αγορά οπωροκηπευτικών η οποία αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τον Ιανουάριο. Σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα λοιπά κράτη-μέλη, ασχολείται συνολικότερα με το ζήτημα των αυξήσεων των τιμών στον τομέα των τροφίμων έχοντας στο στόχαστρό της 30 υποθέσεις απ’ όλους τους κλάδους της οικονομίας.
Ειδικότερα σε ότι αφορά στο πρόβλημα της ακρίβειας, όπως έχει αναφέρει ο ίδιος ο πρόεδρος της Επιτροπής κ. Κυριτσάκης στη Βουλή, είναι πολυσύνθετο και σε αυτό εμπλέκονται 16 διαχρονικές στρεβλώσεις και διαρθρωτικά ζητήματα, όπως:
– Η έλλειψη ανταγωνιστικότητας της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων (κατακερματισμός του αγροτικού και κτηνοτροφικού τομέα και έλλειψη οργανώσεων παραγωγών, μη έκδοση παραστατικών, ρυθμιστικά εμπόδια στο λιανεμπόριο, κ.α.)
– Υψηλό μη ανακτήσιμο κόστος, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται οι δαπάνες αδειοδότησης για ανάπτυξη νέων προϊόντων, οι δαπάνες αδειοδότησης και αρχικής λειτουργίας. Για να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός οι διεθνείς οργανισμοί προτείνουν τη μείωση του κόστους εξόδου με το να επιτρέπεται η σύντομη ρευστοποίηση των εμπορευμάτων (πώληση κάτω του κόστους).
– Χαμηλή εισοδηματική ελαστικότητα ζήτησης για συγκεκριμένα προϊόντα (βασικά είδη διατροφής).
– Διαδοχικές αυξήσεις του ΦΠΑ σε τρόφιμα. Από τον Μάρτιο του 2010 έγιναν συνολικά τέσσερις αυξήσεις.
– Υψηλό ενεργειακό κόστος με τις διαδοχικές αυξήσεις στον ΕΦΚ και στην ενέργεια.
– Οι αθέμιτες συμβατικές πρακτικές που προκύπτουν από ασυμμετρίες διαπραγματευτικής ισχύος παραγόντων της αλυσίδας.
– Η αδιαφάνεια στην εφοδιαστική αλυσίδα καταναλωτικών αγαθών (κυρίως τροφίμων).
– Συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης της χώρας σε συνδυασμό με το ελλειμματικό ισοζύγιο πληρωμών (περισσότερες εισαγωγές από εξαγωγές) και υψηλά μεταφορικά κόστη.
– Οι υψηλοί συντελεστές της φορολογίας σε συνδυασμό με πολιτικές transfer pricing από μέρους πολυεθνικών εταιρειών.
– Η εμπλοκή πληθώρας μεσαζόντων στην αλυσίδα διανομής. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται την ύπαρξη υπερκέρδους σε συγκεκριμένα στάδια της αλυσίδας διανομής.
– Η υποχρεωτική ελληνική επισήμανση, μία πρακτική που ουσιαστικά αποτρέπει τη διεύρυνση των παράλληλων εισαγωγών που θα μπορούσε εν μέρει να αποτρέψει το μοίρασμα εθνικών αγορών από μέρους ορισμένων πολυεθνικών επιχειρήσεων.
– Έλλειψη καταναλωτικής συνείδησης.
– Γεωγραφία νησιωτικού τύπου, που δημιουργεί μικρές κλειστές αγορές και αυξάνει τα μεταφορικά κόστη.
– Οι συγκυριακές διεθνείς ανατιμήσεις πρώτων υλών.
– ‘Ακρατη κερδοσκοπία που ευνοείται από τον σύνθετο χαρακτήρα της ακρίβειας, επειδή δυσκολεύει τον ακριβή εντοπισμό και επιμερισμό ευθυνών των παραγόντων που την προκαλούν.
– Τα κατάλοιπα των προς τα πάνω στρογγυλοποιήσεων που προκάλεσε η είσοδος της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (Ο.Ν.Ε.).
Σε όλα τα παραπάνω, η Επιτροπή συμπεριλαμβάνει την τρέχουσα γενική οικονομική συγκυρία που δυσκολεύει τον τραπεζικό δανεισμό προς τις επιχειρήσεις, οι οποίες πλέον τις περισσότερες φορές είναι υποχρεωμένες να πληρώνουν τοις μετρητοίς για να εισάγουν πρώτες ύλες ή τελικά προϊόντα που εμπορεύονται.
Υπενθυμίζεται ότι μεταξύ των 30 υποθέσεων πρώτης προτεραιότητας της Επιτροπής, οι σημαντικότερες αφορούν κυρίως τους κλάδους ενέργειας, προϊόντων βασικής διατροφής και καθημερινής κατανάλωσης, αγροτικά προϊόντα και η αλυσίδα προσφοράς των τροφίμων (παραγωγοί, διανομείς, λιανέμποροι) που επικεντρώνεται ιδίως στον τομέα των αγροτικών προϊόντων και ο τομέας των χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών, γενικών υπηρεσιών κλπ.
Τέλος, είναι σε εξέλιξη η έκδοση γνωμοδότησης αναφορικά με τις συνθήκες ανταγωνισμού στον κλάδο των τσιμέντων και σε επιμέρους κλάδους δομικών υλικών.