Είναι ή όχι αξιόπιστη λύση για την Ελλάδα η επαναγορά ομολόγων από το ελληνικό Δημόσιο; Θα έχει επί της ουσίας αποτέλεσμα για το κρίσιμο θέμα της διατηρησιμότητας του ελληνικού χρέους;

Θα βελτιώσει τα δεδομένα της οικονομίας, απελευθερώνοντας συγκεκριμένους τομείς και κλάδους της; Για να δοθεί οριστική απάντηση σε όλα αυτά, θα πρέπει να διευκρινιστούν κρίσιμα και βασικά στοιχεία της όλης διαδικασίας.

Μόνο έτσι, έχοντας δηλαδή πλήρη εικόνα του τι θα προταθεί, θα μπορέσουν οι κάτοχοι ομολόγων να απαντήσουν αρνητικά ή θετικά στην όποια πρόταση κάνει η ελληνική πλευρά (με εξαίρεση κάποια hedge funds, που έχουν μικρή διάρκεια ζωής και τα οποία, έχοντας αγοράσει σε πολύ χαμηλές τιμές, θα σπεύσουν να πουν το «Ναι», αν δεν το έχουν ήδη πει).

Στοιχείο 1: Τι ποσό θα επιδιώξει να επαναγοράσει το ελληνικό Δημόσιο

Η πρόθεση είναι να δοθούν στη χώρα μας 10 δισ. ευρώ για το buyback. Αυτό σημαίνει ότι -με τα σημερινά δεδομένα- με τα χρήματα αυτά θα μπορέσει να επαναγοράσει περί τα 30 δισ. ευρώ.

Στοιχείο 2: Σε ποιες τιμές θα γίνει η επαναγορά

Έχει ήδη τεθεί ως ανώτατο όριο η τιμή κλεισίματος της περασμένης Παρασκευής, 23 Νοεμβρίου. Η τιμή αυτή τυπικά δεν είναι δεσμευτική -δηλαδή μπορεί να προταθεί και χαμηλότερη-, ουσιαστικά όμως είναι σχεδόν απίθανο η πρόταση να γίνει σε επίπεδα κάτω από αυτό το όριο.

Στοιχείο 3: Τι θα γίνει, αν δεν επιτευχθεί ο στόχος

Αυτό είναι το πλέον κρίσιμο σημείο, το οποίο εξαρτάται φυσικά από τα δύο προηγούμενα. Τι θα γίνει αν δεν συμπληρωθεί ο στόχος της επαναγοράς. Δηλαδή, αν η αποδοχή είναι μειωμένη και δεν υπάρξει η επιθυμητή συμμετοχή. Και εδώ, σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη αντίστοιχη διαδικασία στον ιδιωτικό τομέα, πρόκειται καθαρά για πολιτική απόφαση.

Στην ελεύθερη αγορά, σε περίπτωση που δεν πετύχει κάποιο πρόγραμμα επαναγοράς, η επιχείρηση -που το έχει προτείνει- επανέρχεται μετά από κάποιες εβδομάδες, προσφέροντας καλύτερη τιμή, δελεάζοντας περισσότερο τους επενδυτές. Και αν και τη δεύτερη φορά δεν τα καταφέρει, η εταιρία προχωρά σε διοικητικές αλλαγές και αναζητά πλέον άλλους τρόπους αναχρηματοδότησης.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, οι διαδικασίες είναι τελείως διαφορετικές. Πρόκειται για μια καθαρά πολιτική απόφαση, η οποία -αν και εμπλέκει άμεσα την αγορά- απαιτεί και μια πολιτική λύση, σε περίπτωση αποτυχίας. Δηλαδή, πολύ απλά, οφείλουν οι 17 υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης και -κυρίως- το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (που εξαρτά εμμέσως πλην σαφώς την περαιτέρω συμμετοχή στο πρόγραμμα από την επιτυχία της διαδικασίας επαναγοράς ομολόγων) να έχουν συμφωνήσει σε ένα plan B, σε περίπτωση που δεν υπάρξει το επιθυμητό αποτέλεσμα.