Τις διιστάμενες απόψεις των Ευρωπαίων και των αξιωματούχων του ΔΝΤ για την αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος και ιδιαίτερα για τη βιωσιμότητα του χρέους φιλοξενούν τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, ενόψει της επικείμενης συνεδρίασης του Eurogroup την Τρίτη.
Το Bloomberg επισημαίνει ότι μέσα στην εβδομάδα ξέσπασε διαφωνία σχετικά με το χρονοδιάγραμμα επίτευξης των στόχων για τη μείωση του χρέους, εγείροντας ερωτήματα για το αν το ΔΝΤ θα συνεχίσει τη χρηματοδότηση στην Ελλάδα. Υπογραμμίζεται, επίσης, ότι η κ. Λαγκάρντ απέφυγε να προβλέψει το αποτέλεσμα της συνόδου του Eurogroup, στις 20 Νοεμβρίου, για τη μείωση του ελληνικού χρέους, παρά τις δηλώσεις Γερμανών και Ιταλών αξιωματούχων για την επίτευξη συμφωνίας την ερχόμενη εβδομάδα.
Σύμφωνα με τα αμερικανικά ΜΜΕ, το «πιο ενδιαφέρον στοιχείο» είναι η διαφορετική προσέγγιση μεταξύ Ευρωζώνης και Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, επισημαίνοντας ότι η κάθε πλευρά – μέχρι στιγμής – δεν δείχνει διατεθειμένη να υποχωρήσει από τις θέσεις της.
Η Wall Street Journal σε ανταπόκριση από την Ουάσιγκτον, αναφέρεται στις δηλώσεις του αναπληρωτή εκπροσώπου του ΔΝΤ, Ουίλιαμ Μάρεϊ, ο οποίος τόνισε ότι για το Ταμείο παραμένει αδιαπραγμάτευτη η μείωση του ελληνικού χρέους, προσθέτοντας ότι οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να εξετάσουν τις επιλογές που υπάρχουν. «Είναι ζωτικής σημασίας για εμάς η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους», δήλωσε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι «αυτό σημαίνει ότι το 2020 το χρέος της Ελλάδας θα πρέπει να βρίσκεται στο 120% του ΑΕΠ».
Στο μεταξύ, σε διαφορετικό άρθρο καταγράφεται ο προβληματισμός που διατυπώνουν διάφοροι αναλυτές για το μέλλον της Ευρώπης, εξαιτίας της κρίσης χρέους. Όπως επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, η ύφεση που μαστίζει την Ευρώπη απειλεί με διάλυση την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακόμη και στην περίπτωση που θα κατορθώσει να διασωθεί, όπως σημειώνεται, η επιρροή της στον κόσμο θα μειωθεί.
Τέλος, διατυπώνεται η άποψη ότι μια διάσπαση, επίσης, της Ευρωζώνης θα επηρέαζε τη διαδικασία διεύρυνσης της ΕΕ στα Βαλκάνια, με εξαίρεση ίσως την Κροατία, αποσταθεροποιώντας περαιτέρω την περιοχή και πλήττοντας την ενεργειακή ασφάλεια, καθώς θα άνοιγε το δρόμο σε άλλες δυνάμεις, όπως τη Ρωσία και την Κίνα, για να διευρύνουν την επιρροή τους στην περιοχή. Σ’ αυτήν την περίπτωση, το τελικό αποτέλεσμα θα εξαρτιόταν από την ηγεσία στην ΕΕ – στη Γερμανία κυρίως αλλά και στην Ελλάδα –, καθώς και από την Τουρκία.