Το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών δημοσιοποιεί την ποσοτική έρευνα με τίτλο «Οικονομικό Βαρόμετρο», η οποία πραγματοποιείται κατ’ εντολή του ΕΒΕΑ από την εταιρία ALCO, ενώ τα ευρήματά της επεξεργάζονται από το Κέντρο Μελετών και Έρευνας του ΕΒΕΑ.
Η πέμπτη κατά σειρά έρευνα για το 2012 διεξήχθη το διάστημα μεταξύ 23 και 29 Οκτωβρίου σε δείγμα 1.000 ατόμων ηλικίας 18 και άνω από όλη την Ελλάδα, μέσω τηλεφωνικών συνεντεύξεων.
Δίνοντας στη δημοσιότητα το Βαρόμετρο, ο πρόεδρος της ΚΕΕΕ και του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος δήλωσε:
«Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν μείωση του ποσοστού αισιοδοξίας των ερωτηθέντων τόσο σε ότι αφορά την πορεία της εθνικής οικονομίας, όσο και τα προσωπικά τους οικονομικά, σε σύγκριση με τα αποτελέσματα της προηγούμενης έρευνας.
Είναι εμφανές ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι πολίτες, εργαζόμενοι, επιχειρηματίες, συνταξιούχοι, είναι αντίθετοι με τις πολιτικές λιτότητας που θέλουν να επιβάλουν οι εταίροι και δανειστές μας, ενώ έχει αρχίσει να αμφισβητείται από την κοινή γνώμη το κατά πόσο η λήψη των σκληρών μέτρων είναι αναγκαία προϋπόθεση την εκταμίευση της δόσης των 31,5 δισ. ευρώ.
Τα μηνύματα αυτά, θα πρέπει να τα λάβει υπόψη του ο κυβερνητικός συνασπισμός των τριών κομμάτων, που εμφανίζεται στην δύσκολη αυτή καμπή των διαπραγματεύσεων με την τρόικα να μην ομονοεί.
Αυτό που απαιτείται τις επόμενες δύσκολες ώρες της λήψης των τελικών αποφάσεων είναι ομοφωνία, ομοψυχία και εθνική ενότητα για να αποδώσουν οι θυσίες που έχει κάνει ο ελληνικός λαός και τα όποια μέτρα που πρέπει να ληφθούν επιπρόσθετα να κινούνται πράγματι προς την κατεύθυνση της εξυγίανσης των δημοσιονομικών, αλλά χωρίς να επιτείνουν την ύφεση».
Αναλυτικότερα σύμφωνα με την έρευνα:
Το 80% των ερωτηθέντων δηλώνουν απαισιόδοξοι σε ότι αφορά στην πορεία της ελληνικής οικονομίας, με το 6% να διατηρεί τόνους αισιοδοξίας, ενώ το ποσοστό αποχής αυξήθηκε από 11% σε14%.
Παρότι μειώθηκε το ποσοστό απαισιοδοξίας των πολιτών (-1%), μειώθηκε και το αντίστοιχο ποσοστό αισιοδοξίας (-2%).
Το παράδοξο αυτό δικαιολογείται από την αύξηση του ποσοστού αποχής των ερωτηθέντων κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες.
Το ποσοστό απαισιοδοξίας των ερωτηθέντων σε ότι αφορά στα προσωπικά τους οικονομικά αυξήθηκε κατά 2%, συγκρινόμενο με το 81% της προηγούμενης έρευνας, φτάνοντας το 83%. Αντίστοιχα μειώθηκε το ποσοστό αισιοδοξίας από το 9% την προηγούμενης περιόδου στο 6%, ενώ και σε αυτή την ερώτηση αυξήθηκε το ποσοστό των ερωτηθέντων που δε συμμετείχαν από το 10% στο 11%.
Τα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά απαισιοδοξίας, διατηρούνται πάνω από το 80% για περισσότερο από έναν χρόνο. Πιο συγκεκριμένα, η τελευταία φορά κατά την οποία καταγράφηκε ποσοστό χαμηλότερο του 80% στις εκτιμήσεις των πολιτών για την πορεία των δημοσίων οικονομικών ήταν τον Ιούνιο του 2011, όπου διαμορφώθηκε στο 75%.
Αντίστοιχη πορεία διαγράφει το ποσοστό απαισιοδοξίας και σε ότι αφορά τα προσωπικά οικονομικά των ερωτηθέντων. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει την τελμάτωση στην οποία έχει επέλθει η ελληνική οικονομία αλλά και τις ελλείψεις σε θέματα ανάπτυξης, τα οποία θα ενίσχυαν την εμπιστοσύνη τόσο των πολιτών όσο και των διεθνών αγορών.
Στη συνέχεια, το πρώτο από τα επίκαιρα ερωτήματα, που παραδοσιακά πλέον θέτει το ΕΒΕΑ στο Οικονομικό Βαρόμετρο, το οποίο αναφέρεται στην πλήρη στάση πληρωμών εάν δεν εκταμιευθεί η δόση των 31,5 δισ., η πλειοψηφία βρέθηκε διχασμένη. Το 41% θεωρεί πως η στάση πληρωμών είναι βέβαιη στην περίπτωση που δεν εκταμιευθεί η δόση, ενώ το 36% διατήρησε αντίθετη άποψη.
Σημαντικό είναι το ποσοστό όσων αποφάσισαν να μην απαντήσουν το οποίο ανήλθε στο 23%, και αποτελεί ένα από τα υψηλότερα ποσοστά αποχής που έχουν καταγραφεί στα επίκαιρα ερωτήματα που έχει κατά καιρούς θέσει το ΕΒΕΑ. Η συχνή επίκληση της στάσης πληρωμών σε κομβικές για την ελληνική οικονομία περιόδους, φαίνεται πως έχει προκαλέσει την αμφισβήτηση της και πλέον αντιμετωπίζεται ως απειλή χωρίς περιεχόμενο από αρκετά μεγάλη μερίδα των πολιτών.
Το δεύτερο από τα ερωτήματα αυτά αφορά στα αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των εταίρων/δανειστών της Ελλάδας. Συντριπτικά το 70% των ερωτηθέντων αξιολόγησαν αρνητικά τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων, βάζοντας στο στόχαστρο την ελλειπή διαπραγματευτική ικανότητα και τις ατελέσφορες ενέργειες του παρελθόντος.
Το τελευταίο ερώτημα αναφέρεται στη συμβολή της μείωσης του κόστους εργασίας και του κόστους αποζημιώσεων απόλυσης, στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στη μείωση της ανεργίας. Και εδώ η ανταπόκριση ήταν καθολική.
Το 86% των ερωτηθέντων απάντησαν αρνητικά υποστηρίζοντας ότι η μείωση του κόστους εργασίας και των αποζημιώσεων δε θα συμβάλλουν στη δημιουργία θέσεων εργασίας. Αντίθετα, μόλις το 5% απάντησε θετικά, ενώ το υπόλοιπο 9% αποφάσισε να μη συμμετάσχει.