Τα δώρα των δημοσίων υπαλλήλων επιστρέφει απόφαση του ΣΤ’ Τμήματος του ΣτΕ, ενώ το θέμα, λόγω της κρισιμότητάς του θέμα παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Εάν επικυρωθεί και από την Ολομέλεια τότε τα δώρα είναι ένα επιπλέον κόστος 1,6 δισ. ευρώ το χρόνο, ενώ προκύπτει ζήτημα και για τα αναδρομικά.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσισε ότι οι περικοπές δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων είναι αντισυνταγματικές και παρέπεμψε το θέμα για τελική κρίση στην Ολομέλεια.
Η τελική απόφαση για τα δώρα θα καθυστερήσει λαμβάνοντας υπόψιν τους ρυθμούς απονομής δικαιοσύνης.
Τα Δώρα αντικατέστησαν τους δυο μισθούς στο Δημόσιο, που με το νόμο 3845 του 2010 περιορίστηκαν σε ετήσιο ποσό 1.000 ευρώ, εκ των οποίων οι υπάλληλοι έπαιρναν 500 ευρώ αντί 13ου μισθού ως Δώρο Χριστουγέννων και 250 ευρώ + 250 ευρώ ως Δώρο Πάσχα και Επίδομα Αδείας, αντίστοιχα, αντί του 14ου μισθού που είχαν πριν από την εφαρμογή των περικοπών.
Το σκεπτικό της απόφασης αφορά την κατάργηση των Δώρων από την 1/1/2013 στους μισθούς, που προβλέφθηκε με το νόμο 4093, έγινε αφού είχε ήδη προηγηθεί η περικοπή τους στα 1.000 ευρώ το 2010 και αφού είχαν ήδη επισυμβεί πρόσθετες μειώσεις σε επιδόματα.
Στο πολυσέλιδο σκεπτικό τους, οι σύμβουλοι Επικρατείας αναφέρουν πως οι περικοπές που έγιναν με το δεύτερο μνημόνιο (νόμος 4093/12) και εφαρμόστηκαν από την 1.1.2013, αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.
Σύμφωνα τους ανώτατους δικαστές «ο νομοθέτης όφειλε αποφαινόμενος τεκμηριωμένα για την αναγκαιότητα του μέτρου, να εξετάσει την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και να συγκρίνει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τον επιδιωκόμενο δημόσιο σκοπό της δημοσιονομικής προσαρμογής καθώς και εάν οι επιπτώσεις της συγκεκριμένης περικοπής αποδοχών στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης, και συνδυαζόμενες με τις κοινωνικό-οικονομικές συνθήκες, οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των υπαλλήλων, κάτω του επιπέδου της αξιοπρεπούς διαβίωσης».