Οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) εξέφρασαν ανησυχία για τον κίνδυνο ενός κανονικού εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ και τις ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις από την ενίσχυση του ευρώ, σύμφωνα με τα πρακτικά της συνεδρίασής τους τον περασμένο μήνα.
Αν και η ενίσχυση του ευρώ τους τελευταίους μήνες, εν μέρει λόγω των φόβων για τον προστατευτισμό των ΗΠΑ, δεν μείωσε σημαντικά τη ζήτηση, οι αξιωματούχοι χαρακτήρισαν τη συναλλαγματική ισοτιμία «σημαντική πηγή» αβεβαιότητας με ορισμένους να προβλέπουν μία πιο αρνητική επίπτωση στον πληθωρισμό.
«Σημειώθηκε ότι οι τελευταίες κινήσεις στην ισοτιμία του ευρώ φαινόταν να σχετίζονται περισσότερο με σχετικά σοκ στη νομισματική πολιτική, περιλαμβανομένης της επικοινωνίας, και λιγότερο με τη βελτίωση των μακροοικονομικών προοπτικών», αναφέρουν τα πρακτικά, όπως μεταδίδει το Reuters και αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Οι επενδυτές αναρωτούνται αν το προσεκτικά διαμορφωμένο σχέδιο της ΕΚΤ για έξοδό της από την πολύ χαλαρή νομισματική πολιτική θα μπορούσε να ανατραπεί από τον επαπειλούμενο εμπορικό πόλεμο μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, αν και οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ υποβάθμιζαν έως τώρα τον κίνδυνο αυτό. «Υπήρχε ευρεία ανησυχία ότι ο κίνδυνος εμπορικών συγκρούσεων, οι οποίες θα μπορούσε να αναμένεται ότι θα έχουν δυσμενή επίπτωση στη δραστηριότητα όλων των εμπλεκόμενων χωρών, έχει αυξηθεί», σημειώνεται.
Το πρόγραμμα αγορών ομολόγων της ΕΚΤ, που ξεκίνησε πριν από τρία χρόνια, συμπίεσε το κόστος δανεισμού, επανεκκίνησε την ανάπτυξη και βοήθησε στην αποτροπή της απειλής του αποπληθωρισμού. Ο πληθωρισμός, όμως, παρέμεινε χαμηλός και θα είναι χαμηλότερος από τον στόχο 2% της ΕΚΤ τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, οι αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι με την αργούσα παραγωγική δυναμικότητα να έχει σχεδόν εξαντληθεί στην Ευρωζώνη και την ανάπτυξη να συνεχίζεται, είναι μόνο θέμα χρόνου να αυξηθεί ο πληθωρισμός, ώστε να μπορέσει η ΕΚΤ να αποσύρει τη στήριξή της.
Στη συνεδρίαση εκφράσθηκε μία άποψη ότι η ΕΚΤ είναι κοντά στην επίτευξη του κριτηρίου που έχει θέσει για βιώσιμη προσαρμογή του πληθωρισμού, αλλά υπήρξε ευρεία συμφωνία ότι η πρόοδος δεν είναι ακόμη επαρκής. «Η αυξημένη εμπιστοσύνη απαιτεί μία σταδιακή προσαρμογή στην επικοινωνία του Διοικητικού Συμβουλίου», σημειώνεται στα πρακτικά.