Ραγδαία άνοδο σημειώνει το ποσοστό των καθυστερούμενων δανείων, ενώ η Τράπεζα της Ελλάδος αναμένει περαιτέρω επιδείνωση του λόγου δανείων σε καθυστέρηση ως προς το σύνολό τους, όπως επισημαίνει στην ετήσια έκθεσή της που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Πιο συγκεκριμένα όπως αναφέρει η ΤτΕ ο λόγος των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων ανήλθε στο τέλος Σεπτεμβρίου 2011 σε 14,7%, από 10,5% στο τέλος Δεκεμβρίου 2010, ενώ εκτιμάται περαιτέρω άνοδός του στο τέλος Δεκεμβρίου 2011.
Στην καταναλωτική πίστη εμφανίζεται η κατάσταση να είναι η χειρότερη από τις υπόλοιπες μορφές πίστης, καθώς τα δάνεια σε καθυστέρηση ως προς το σύνολο των δανείων έφθασε τον Σεπτέμβριο του 2001 το 26,4% από 20% τον Δεκέμβριο του 2010.
Στην στεγαστική πίστη τα δάνεια σε καθυστέρηση ως προς το σύνολο των δανείων της κατηγορίας έφθασε το 14% τον Σεπτέμβριο του 2011 από 10,3% τον Δεκέμβριο του 2010.
Στην επιχειρηματική πίστη υπήρξε επίσης μεγάλη άνοδος στα δάνεια σε καθυστέρηση τα οποία ανήλθαν στο 13% του συνόλου από 8,8%. Όπως επισημαίνεται γενικότερα στην έκθεση της ΤτΕ, οι πιέσεις στο τραπεζικό σύστημα εντάθηκαν το 2011 και συνεχίζονται και τους πρώτους μήνες του 2012.
Οι ελληνικές τράπεζες συνέχισαν να αντιμετωπίζουν σημαντικού ύψους εκροή καταθέσεων από επιχειρήσεις και νοικοκυριά (ύψους περίπου 35 δισ. ευρώ συνολικά για το έτος), ενώ και οι εξασφαλίσεις μέσω των οποίων αντλούν χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα συνέχισαν να υφίστανται απομείωση της αξίας τους ή και (κάποιες εξ αυτών) να μη γίνονται αποδεκτές μετά τις υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδος σε πρώτη φάση και των τραπεζών σε δεύτερη.
Στήριξη εν όψει αυτών των πιέσεων παρεχόταν μέσω των πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, αλλά και μέσω της χορήγησης έκτακτης χρηματοδότησης με ευθύνη της Τράπεζας της Ελλάδος.
Θετική επίδραση στη ρευστότητα, μέσω της δημιουργίας αποδεκτών εξασφαλίσεων, είχε και η επέκταση του σκέλους των εγγυήσεων τραπεζικών ομολόγων, στο πλαίσιο των μέτρων για την ενίσχυση της ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας (Ν. 3965/2011).
Παράλληλα, η ένταση της ύφεσης επέτεινε τη δυσκολία των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών να εκπληρώνουν με συνέπεια τις δανειακές τους υποχρεώσεις, εξέλιξη που επιδείνωσε την ποιότητα των δανείων σε όλες τις κατηγορίες, ιδίως στα καταναλωτικά δάνεια.
Ορόσημο το 2012 για το τραπεζικό σύστημα
Το 2012 εκτιμάται από την ΤτΕ ότι θα αποτελέσει ορόσημο για τη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του τραπεζικού συστήματος στις νέες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί.
Οι τράπεζες θα κληθούν να προχωρήσουν σε πλήρη επαναπροσδιορισμό των επιχειρησιακών τους σχεδίων, ώστε να είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν στις αυξημένες προκλήσεις που δημιουργεί η ύφεση και να προβούν σε σημαντικού ύψους ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης, μέχρι το τέλος του τρίτου τριμήνου του 2012.
Οι επιπρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις τράπεζες θα προκύψουν με την ολοκλήρωση της άσκησης ανακεφαλαιοποίησης που διεξάγει η Τράπεζα της Ελλάδος, σε συνεργασία με την τριμερή επιτροπή (ΔΝΤ/ΕΕ/ΕΚΤ), βάσει δύο σεναρίων μακροοικονομικών παραδοχών, ενός βασικού και ενός δυσμενούς.
Για τον προσδιορισμό του ελάχιστου ύψους των αναγκαίων πρόσθετων κεφαλαίων θα ληφθούν υπόψη η απομείωση της αξίας των χαρτοφυλακίων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου που κατέχουν οι τράπεζες, η οποία προκύπτει από τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα κατ’ εφαρμογή της απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 26ης Οκτωβρίου 2011 και οι εκτιμηθείσες αναμενόμενες ζημίες στα χαρτοφυλάκια δανείων των τραπεζών, Επίσης θα ληφθούν υπόψη οι ήδη σχηματισθείσες προβλέψεις για τις προαναφερθείσες ζημίες και η εκτιμώμενη για την προσεχή περίοδο κερδοφορία των τραπεζών.
Το τελικό ύψος των απαιτήσεων σε κεφάλαια θα πρέπει επίσης να είναι επαρκές ώστε ο Δείκτης Κύριων Βασικών Ιδίων Κεφαλαίων (Core Tier 1) να διαμορφωθεί κατ’ ελάχιστον σε 9% και 10% μέχρι το τέλος του τρίτου τριμήνου του 2012 και του δευτέρου τριμήνου του 2013 αντίστοιχα. Επίσης, οι εν λόγω απαιτήσεις σε κεφάλαια διασφαλίζουν ότι για κάθε ένα από τα τρία έτη, 2012-2014, ο ανωτέρω δείκτης διαμορφώνεται σε 7% με βάση το δυσμενές σενάριο.
Όσον αφορά την κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών, προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην προσέλκυση κεφαλαίων από επενδυτές του ιδιωτικού τομέα. Τυχόν απαιτούμενα πρόσθετα κεφάλαια μπορούν να αντληθούν από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.