Εκτεταμένα ρεπορτάζ για τη συμφωνία έγκρισης του δεύτερου πακέτου «διάσωσης της Ελλάδας» έχουν σήμερα τα αμερικανικά ΜΜΕ. Σε ανταποκρίσεις, αναλύσεις, άρθρα και ραδιοτηλεοπτικές αναφορές καταγράφονται οι εξελίξεις, επισημαίνοντας την «αισιοδοξία που δημιουργείται» για την ανάσχεση της κρίσης χρέους στην Ευρώπη και ειδικότερα στη χώρα μας. Συνάμα, όμως, υπογραμμίζεται ότι ακόμη θα πρέπει να γίνουν πολλά από μέρους της Ελλάδας, αλλά και πολλά εξαρτώνται από τις περαιτέρω αποφάσεις για την ενίσχυση του μηχανισμού στήριξης της ευρωζώνης, καθώς και από την πορεία των οικονομιών άλλων προβληματικών χωρών.
Η «New York Times» αναφέρει ότι η συμφωνία προϋποθέτει «αυστηρά μέτρα λιτότητας» και «αυστηρούς όρους δανεισμού». Σε σχετική ανταπόκριση από τις Βρυξέλλες επισημαίνεται ότι η εν λόγω συμφωνία μπορεί να αναδειχθεί σε «σημείο καμπής» για την ευρωπαϊκή κρίση χρέους, που ήγειρε ερωτήματα για την ίδια τη βιωσιμότητα της ευρωζώνης, σημειώνοντας ότι «αν και με προβλεπόμενο αποτέλεσμα, η συνάντηση των Βρυξελλών ήταν δυσκολότερη απ’ ό,τι κανείς φανταζόταν, καθώς οι χώρες της ευρωζώνης, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ αγωνίστηκαν ολονυκτίως για μια αισθητή διαφορά στην απομείωση του ελληνικού χρέους».
Όπως τονίζεται, τελικά η επίτευξη της συμφωνίας που προβλέπει έως το 2020 μείωση του ελληνικού χρέους στο 120,5% επί του ΑΕΠ απεδείχθη δύσκολη λόγω της συνεχιζόμενης επιδείνωσης των δημοσιονομικών αριθμών στην Αθήνα, γεγονός που δυσχέρανε τους ξένους πιστωτές της χώρας να κάνουν τους ισολογισμούς για το νέο δάνειο.
Αναφορά γίνεται επίσης στις φήμες που κυκλοφόρησαν την περασμένη εβδομάδα ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ήταν πρόθυμος να εξετάσει την πιθανότητα μιας ελληνικής χρεοκοπίας, φημολογία που προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις του Έλληνα υπουργού Οικονομικών, Ευάγγελου Βενιζέλου, και του προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κάρολου Παπούλια, ενώ παραμένει ασαφές εάν τελικά εξετάστηκε σοβαρά το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας ή χρησιμοποιήθηκε ως μέσο για άσκηση πίεσης προς την Αθήνα, τονίζεται χαρακτηριστικά στην ανταπόκριση.
Η «Wall Street Journal», σε ανταπόκριση επίσης από τις Βρυξέλλες, υποστηρίζει μεταξύ άλλων ότι «παρά τη συμφωνία που εξασφαλίζει το νέο δάνειο προς την ελληνική κυβέρνηση, παραμένουν έντονες οι αμφιβολίες για το εάν η Ελλάδα θα ανταποκριθεί επαρκώς στους φιλόδοξους όρους της συμφωνίας».
Στο δημοσίευμα παρατίθεται επίσης η δήλωση του Ιταλού πρωθυπουργού, Μάριο Μόντι, ότι «η συμφωνία είναι ένα καλό αποτέλεσμα για την Ελλάδα, για την ευρωζώνη και για τις αγορές, και ευελπιστούμε», αλλά και η δήλωση της επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, ότι «υπάρχουν κίνδυνοι, δεν πρόκειται για εύκολο πρόγραμμα, αλλά για ένα πολύ φιλόδοξο πρόγραμμα».
Στο δημοσίευμα αναφέρεται ότι «η ελληνική οικονομία πρέπει να καταστεί ανταγωνιστικότερη, ενισχύοντας τις εξαγωγές της, στόχος που θα περάσουν χρόνια έως ότου αυτός υλοποιηθεί», προσθέτοντας ότι «η μείωση των μισθών θα επιδεινώσει απλώς την ελληνική ύφεση, καθιστώντας το ελληνικό χρέος δυσκολότερο προς επιβίωση».
Στην ίδια ανταπόκριση γίνεται επίσης αναφορά στην αναμενόμενη, ελάχιστη συνεισφορά του ΔΝΤ (ύψους περίπου 13 δισ. ευρώ), όπως υπογραμμίζεται, στο δεύτερο πακέτο βοηθείας, την ίδια στιγμή που οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης θα επωμιστούν τη συντριπτική πλειονότητα της δανειακής δόσης.
Η «Washington Post», στη σχετική αναφορά της, σημειώνει ότι η συμφωνία παρέχει χρόνο στην Ελλάδα για να ελέγξει τα προβλήματά της και να απομακρύνει το ενδεχόμενο χρεοκοπίας, τουλάχιστον για το άμεσο μέλλον. Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας, οι ιδιώτες επενδυτές υφίστανται μεγαλύτερες απώλειες από αυτές που προβλέπονταν αρχικά, στην προσπάθεια των Ευρωπαίων αξιωματούχων να καταστεί το ελληνικό χρέος βιώσιμο έως το 2020, ενώ προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι με πρόσφατες εκτιμήσεις στην Ευρώπη, «υπάρχουν αμφιβολίες εάν η Ελλάδα θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει ή εάν θα οδηγηθεί σε χρεοκοπία ακόμη και με την αποδέσμευση του νέου πακέτου διάσωσης».
Σε άλλες ανταποκρίσεις και εκτιμήσεις σε αμερικανικά ΜΜΕ, γίνεται αναφορά στη συμφωνία, επισημαίνοντας ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προέβησαν στην επικύρωση του νέου οικονομικού προγράμματος στήριξης της Ελλάδας, αφού διασφάλισαν τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη μεταφορά κερδών για τη θωράκιση της ευρωζώνης και στη μεγαλύτερη ελάφρυνση του ελληνικού χρέους από τους ιδιώτες πιστωτές.
Μεταξύ άλλων, όπως σημειώνεται, η συμφωνία εξαρτάται τώρα από την ανταπόκριση των ομολογιούχων στην ανταλλαγή ομολόγων, από τις αντοχές της Ελλάδας στα νέα μέτρα λιτότητας και από την ανταπόκριση των Κοινοβουλίων στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης, όπου υπάρχουν ισχυρές αντιδράσεις στα σχέδια λιτότητας. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι αποφάσισαν παράλληλα την ενίσχυση του νέου μόνιμου μηχανισμού διάσωσης της ευρωζώνης αυξάνοντας τα κεφάλαιά του από τα 500 στα 750 δισ. ευρώ.
Επίσης, επισημαίνεται ότι παρά την ανακοίνωση της ευρωζώνης ότι θα υπάρξει «αξιοσημείωτη συμμετοχή» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο νέο τριετές πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας, δεν είναι ακόμη σαφές εάν το Ταμείο θα συνεχίσει την πρακτική κάλυψης του ενός τρίτου του ποσού, προβάλλοντας παράλληλα τη δήλωση της κ. Λαγκάρντ ότι η συμμετοχή του ΔΝΤ στην ελληνική βοήθεια θα αποφασισθεί το Μάρτιο και θα εξαρτηθεί από την πρόοδο στη διαμόρφωση του νέου ευρωπαϊκού μηχανισμού διάσωσης.