«Εάν δεν βελτιωθεί πραγματικά η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και το περιβάλλον άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, δεν μπορούμε να μιλάμε για ανάκαμψη και ανάπτυξη», δήλωσε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος Κωνσταντίνος Μίχαλος.
Μιλώντας το Σάββατο στη Γενική Συνέλευση της ΚΕΕΕ στον Βόλο, ο κ. Μίχαλος σημείωσε ότι υπάρχει ανάγκη για άμεσες μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να ανακάμψει η οικονομία.
Ανέφερε επίσης ότι από το 2010 η χώρα έχει δεσμευθεί να υλοποιήσει συγκεκριμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, για να αντιμετωπίσει βασικά δομικά προβλήματα της οικονομίας, όπως τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα, τον αναποτελεσματικό και δαπανηρό δημόσιο τομέα, τη γραφειοκρατία, τη διαφθορά, την αδυναμία παραγωγής καινοτομίας, τους περιορισμούς στην άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
«Σήμερα, αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια, σε όλους αυτούς τους τομείς η Ελλάδα συνεχίζει να πιάνει πάτο στις διεθνείς κατατάξεις. Και μάλιστα χάνοντας θέσεις τα τελευταία χρόνια, αντί να κερδίζει. Όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, φοβήθηκαν τις δύσκολες μεταρρυθμίσεις. Κάποιες ξεκίνησαν και στην πορεία σταμάτησαν, κάποιες εφαρμόστηκαν μισές και κάποιες ακόμη σέρνονται, από αξιολόγηση σε αξιολόγηση», συμπλήρωσε.
Το αποτέλεσμα είναι, όπως είπε ο κ. Μίχαλος:
«Να έχει σήμερα η Ελλάδα έναν από τους υψηλότερους εταιρικούς φορολογικούς συντελεστές μεταξύ των χωρών – μελών του ΟΟΣΑ.
Να έχουμε μέσα σε τέσσερα χρόνια πάνω από 80 νόμους, με αλλαγές στο φορολογικό καθεστώς.
Να στοιχίζουν οι ετήσιες καθαρές αποδοχές 25.000 χιλιάδων για έναν εργαζόμενο, 43.000 στον εργοδότη.
Να χρειάζονται μέχρι και 22 δικαιολογητικά για μια μεταβίβαση ακινήτου.
Να σταματούν επενδύσεις γιατί δεν υπάρχει ακόμη ολοκληρωμένος και σαφής χωροταξικός σχεδιασμός με κωδικοποίηση των επιτρεπόμενων χρήσεων γης.
Να υστερούμε σε καινοτομία γιατί τα πανεπιστήμια της χώρας παραμένουν δέσμια του κρατικού και κομματικού εναγκαλισμού».
Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία του Κωνσταντίνου Μίχαλου:
«Πριν από λίγες ημέρες, ξεκίνησε στη Βουλή η συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2018. Στο προσχέδιο αυτό, θα έλεγε κανείς ότι αποτυπώνονται ταυτόχρονα:
– οι δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας να βγει επιτέλους από τον εφιάλτη της κρίσης…
– αλλά και οι αγκυλώσεις που εμποδίζουν αυτή την πορεία.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τις εκτιμήσεις, το 2017 θα κλείσει με ανάπτυξη της τάξης του 1,8% του ΑΕΠ, ενώ για το 2018 ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να φθάσει στο 2,4% του ΑΕΠ.
Παρά το γεγονός ότι οι επιδόσεις αυτές είναι χαμηλότερες σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις, παραμένουν εντός στόχων.
Το σημείο όπου εντοπίζεται εντυπωσιακή απόκλιση, είναι βεβαίως το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού για το 2017, που φαίνεται να διαμορφώνεται στο 2,8% του ΑΕΠ έναντι του 1,75% που ήταν ο στόχος.
Αξιοποιώντας αυτή την υπερεπίδοση, η κυβέρνηση ετοιμάζεται να διανείμει κοινωνικό μέρισμα της τάξης του 1 δισ. ευρώ, με τη μορφή παροχών.
Εδώ, βεβαίως, υπάρχει ένα μεγάλο ζήτημα.
Κανείς δεν αμφισβητεί την ανάγκη να στηριχθεί η κοινωνική συνοχή. Να στηριχθούν οι άνεργοι και οι οικονομικά αδύναμη. Να αντιμετωπιστεί η ακραία φτώχεια, που δυστυχώς, έχει τυλίξει ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας.
Μπορεί όμως αυτό να γίνει με τα περισσεύματα ενός πλεονάσματος, που δημιουργήθηκε από την αφαίμαξη της πραγματικής οικονομίας;
Η υπερκάλυψη του στόχου, σημαίνει ουσιαστικά ότι το κράτος αφαίρεσε από τους πολίτες και τις επιχειρήσεις περισσότερους πόρους από όσους ήταν απαραίτητο. Πώς τους αφαίρεσε;
Τους αφαίρεσε υπερφορολογώντας ό,τι κινείται.
Τους αφαίρεσε καθυστερώντας την εκκαθάριση σχεδόν 300.000 συντάξεων.
Τους αφαίρεσε καθυστερώντας την αποπληρωμή των οφειλόμενων ποσών από το δημόσιο προς τις επιχειρήσεις. Οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις προς ιδιώτες, μαζί με τις ληξιπρόθεσμες επιστροφές φόρων, υπερβαίνουν συνολικά τα 6 δισ. ευρώ.
Τους αφαίρεσε μειώνοντας τις δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις, σε μια περίοδο όπου τόσο η οικονομία και η αγορά, όσο και η κοινωνία έχει ανάγκη από οξυγόνο, με τη μορφή νέων έργων, επενδύσεων και θέσεων εργασίας.
Καλά είναι, λοιπόν, τα πρωτογενή πλεονάσματα και οι εξαγγελίες για διανομή κοινωνικού μερίσματος.
Ωστόσο καμία δημοσιονομική επίδοση δεν μπορεί να είναι διατηρήσιμη, όταν στηρίζεται στην υπερφορολόγηση και στην αποστράγγιση της πραγματικής οικονομίας.
Και καμία κοινωνική πολιτική δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική, όταν στηρίζεται αποκλειστικά σε επιδόματα από το κράτος, ή σε επιδοτούμενες θέσεις εργασίας στο δημόσιο.
Ο μόνος τρόπος για να φθάσουν περισσότεροι πόροι στην κοινωνία, είναι να παραχθούν μέσω της ανάπτυξης.
Να παραχθούν μέσα από νέες επενδύσεις και δραστηριότητες, που θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και εισοδήματα, αυξάνοντας παράλληλα τη φορολογητέα ύλη και τα έσοδα του ασφαλιστικού συστήματος.
Θα παραχθούν πόροι, μέσα από τις εξαγωγές περισσότερων και υψηλότερης αξίας προϊόντων και υπηρεσιών.
Δεν μπορούμε να βάζουμε συνεχώς το κάρο μπροστά από το άλογο. Χρειάζεται ανάπτυξη για να βρουν δουλειά οι άνεργοι και για να στηριχθούν οι οικονομικά αδύναμοι.
Σε αυτό το μέτωπο πρέπει επιτέλους να υπάρξει σοβαρή πολιτική βούληση και αποτελεσματικότητα.
Ναι, η μεγέθυνση του 1,8% φέτος δείχνει ότι η οικονομία μπορεί να περάσει σε θετική τροχιά. Αυτή η τροχιά όμως δεν είναι σε καμία περίπτωση εξασφαλισμένη. Ούτε έχει αποκτήσει ακόμα τις ισχυρές βάσεις και το δυναμισμό που απαιτείται, για να αποκατασταθούν οι απώλειες των προηγούμενων ετών.
Υπάρχουν ακόμα σημαντικά εμπόδια και προκλήσεις.
Πριν από λίγες μέρες ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις για την τρίτη αξιολόγηση του προγράμματος.
Η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί ότι θα κλείσει εντός του 2017 και σε κάθε περίπτωση δεν θα ζήσουμε την αβεβαιότητα της περασμένης χρονιάς.
Πράγματι, μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο σημαντικό σημείο τριβής, το οποίο θα μπορούσε να προκαλέσει καθυστερήσεις.
Όμως είμαστε πάλι πίσω. Από τα 95 προαπαιτούμενα, έχουν κλείσει ως τώρα τα 24. Αυτό σημαίνει ότι για να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση μέσα στο έτος, θα πρέπει μέχρι την τελευταία εβδομάδα του Νοεμβρίου να νομοθετηθούν άλλα 71 προαπαιτούμενα. Τα οποία περιλαμβάνουν αλλαγές στον τομέα της ενέργειας, στη δημόσια διοίκηση, στα κλειστά επαγγέλματα, στα κοινωνικά επιδόματα κ.ά. Περιλαμβάνουν κλείσιμο εκκρεμοτήτων με τις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και το θέμα των πλειστηριασμών.
Όλα αυτά είναι ζητήματα τα οποία απαιτούν σχεδιασμό. Απαιτούν δύσκολες αποφάσεις και γι’ αυτό εθνικό διάλογο και ένα μίνιμουμ συναίνεσης. Γιατί δεν αφορούν μόνο το κλείσιμο μιας αξιολόγησης. Αφορούν τις προϋποθέσεις ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, αφορούν το σήμερα και το αύριο της ελληνικής κοινωνίας.
Το πιθανότερο είναι, λοιπόν, ότι για μια ακόμη φορά θα τρέχουμε με νομοθετήματα της τελευταίας στιγμής, με μεταρρυθμίσεις πρόχειρες και μισές, για να βγει η υποχρέωση στους δανειστές.
Κι αυτό δεν είναι θέμα μόνο της σημερινής κυβέρνησης. Από το 2010 η χώρα έχει δεσμευθεί να υλοποιήσει συγκεκριμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, για να αντιμετωπίσει τα βασικά δομικά προβλήματα της οικονομίας: τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα, τον αναποτελεσματικό και δαπανηρό δημόσιο τομέα, το χαώδες ρυθμιστικό περιβάλλον που δημιουργεί γραφειοκρατία και διαφθορά, την αδυναμία παραγωγής καινοτομίας, τους περιορισμούς στην άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Σήμερα, επτάμισι χρόνια μετά, σε όλους αυτούς τους τομείς, η Ελλάδα συνεχίζει να πιάνει πάτο στις διεθνείς κατατάξεις. Και μάλιστα χάνοντας θέσεις τα τελευταία χρόνια, αντί να κερδίζει.
Όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, φοβήθηκαν τις δύσκολες μεταρρυθμίσεις. Κάποιες ξεκίνησαν και στην πορεία σταμάτησαν, κάποιες εφαρμόστηκαν μισές και κάποιες ακόμη σέρνονται, από αξιολόγηση σε αξιολόγηση.
Το αποτέλεσμα είναι:
Να έχει σήμερα η Ελλάδα έναν από τους υψηλότερους εταιρικούς φορολογικούς συντελεστές μεταξύ των χωρών – μελών του ΟΟΣΑ.
Να έχουμε μέσα σε 4 χρόνια πάνω από 80 νόμους, με αλλαγές στο φορολογικό καθεστώς.
Να στοιχίζουν οι ετήσιες καθαρές αποδοχές 25.000 χιλιάδων για έναν εργαζόμενο, 43.000 στον εργοδότη.
Να χρειάζονται μέχρι και 22 δικαιολογητικά για μια μεταβίβαση ακινήτου.
Να σταματούν επενδύσεις γιατί δεν δεν υπάρχει ακόμη ολοκληρωμένος και σαφής χωροταξικός σχεδιασμός με κωδικοποίηση των επιτρεπόμενων χρήσεων γης
Να υστερούμε σε καινοτομία γιατί τα πανεπιστήμια της χώρας παραμένουν δέσμια του κρατικού και κομματικού εναγκαλισμού.
Και πολλά άλλα θέματα, που σίγουρα τα γνωρίζετε.
Αν δεν βελτιωθεί πραγματικά η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και το περιβάλλον άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, δεν μπορούμε να μιλάμε για ανάκαμψη και ανάπτυξη.
Όλες οι θυσίες και οι προσπάθειες που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, κρίνονται τώρα.
Τώρα πρέπει να προχωρήσουν οι αλλαγές και οι παρεμβάσεις που χρειάζονται, για να υπάρξει στον τόπο μας πραγματική ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή.
Καλές είναι οι προθέσεις και οι εξαγγελίες και οι διαβεβαιώσεις που ακούμε από την πολιτική ηγεσία.
Πέρα από τα λόγια όμως, χρειάζονται και πράξεις. Οι προτεραιότητες είναι ξεκάθαρες:
– Βελτίωση του φορολογικού περιβάλλοντος: με δραστική απλοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας, με καθιέρωση flat tax για τις επιχειρήσεις στο 15%, με θέσπιση ενιαίας φορολογικής κλίμακας. Με μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, από το 20% στο 10%.
– Ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων: με επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων, προσαρμογή της εργατικής νομοθεσίας στα ευρωπαϊκά δεδομένα, επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής της δικαιοσύνης, αναμόρφωση του Πτωχευτικού Κώδικα, ολοκλήρωση του εθνικού και χωροταξικού σχεδιασμού και κωδικοποίηση των χρήσεων γης.
– Αξιοποίηση των ΣΔΙΤ για την ταχεία υλοποίηση μεγάλων επενδύσεων σε τομείς – κλειδί για την ανάπτυξη, όπως οι μεταφορές και το διαμετακομιστικό εμπόριο, η ενέργεια, ο τουρισμός κ.α.
– Ριζική αναμόρφωση της Δημόσιας Διοίκησης: με εισαγωγή συστήματος αξιολόγησης παντού, με θέσπιση ποιοτικών και ποσοτικών στόχων, με ενίσχυση των μέσων ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, με αξιοποίηση θεσμών όπως η αυτοπληροφόρηση του Δημοσίου κ.ά.
– Αντιμετώπιση της πολυνομίας και της κακονομίας: με ουσιαστικό νομοθετικό προγραμματισμό, με ανώτατα ετήσια όρια παραγωγής νομοθεσίας ανά Υπουργείο, με σαφή κωδικοποίηση, με εξορθολογισμό και έλεγχο των υπουργικών και βουλευτικών προσθηκών και τροπολογιών.
– Ενίσχυση της Μικρομεσαίας Επιχειρηματικότητας: με κίνητρα και ευέλικτα χρηματοδοτικά εργαλεία, για να επενδύσει στην καινοτομία και στην εξωστρέφεια. Με ειδικά προγράμματα για τις νεοφυείς επιχειρήσεις.
– Νέα εθνική πολιτική για τη μεταποίηση: με ανάδειξη και ενίσχυση δυναμικών κλάδων, με πολιτικές για τη μείωση του ενεργειακού κόστους, με νέα στρατηγική για τη χρηματοδότηση επενδύσεων.
– Αναμόρφωση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Σύνδεση των Πανεπιστημίων με τον κόσμο της παραγωγής. Συνεργασίες με τον ιδιωτικό τομέα για τη χρηματοδότηση της έρευνας και την αξιοποίηση της γνώσης για την ανάπτυξη της καινοτομίας.
Για όλα αυτά που πρέπει να γίνουν, η Επιμελητηριακή Κοινότητα έχει διατυπώσει όχι μόνο αιτήματα, αλλά και συγκεκριμένες και τεκμηριωμένες προτάσεις. Τις οποίες υποστηρίζει με θάρρος και επιμονή εδώ και χρόνια.
Τώρα πρέπει να κάνουμε τη φωνή μας πιο δυνατή.
Κι αυτό θα γίνει με τη μαζική συμμετοχή των επιχειρήσεων στις επιμελητηριακές εκλογές του Δεκεμβρίου.
Οι εκλογές αυτές, πέραν της ανάδειξης νέων διοικήσεων, πρέπει να αποτελέσουν ένα ισχυρό μήνυμα των επιχειρήσεων προς την Πολιτεία.
Το μήνυμα ότι είμαστε ακόμα εδώ και αγωνιζόμαστε. Το μήνυμα ότι απαιτούμε, επιτέλους, ένα βιώσιμο περιβάλλον για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε. Ένα περιβάλλον με λιγότερους φόρους και εισφορές, περισσότερα κίνητρα και ευκαιρίες για επενδύσεις και ανάπτυξη.
Απαιτούμε ένα περιβάλλον το οποίο θα μας επιτρέψει να μπούμε μπροστά και να οδηγήσουμε την πορεία αναγέννησης της ελληνικής οικονομίας.
Αυτό το μήνυμα σας καλώ να μεταφέρετε στα μέλη σας, ενόψει των εκλογών.
Όλοι μαζί μπορούμε να διεκδικήσουμε αποτελεσματικότερα. Να πετύχουμε περισσότερα».