Κατά 200.000 υπολογίζεται ότι θα μειωθεί ο δημόσιος τομέας και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας στο διάστημα που η Ελλάδα θα βρίσκεται υπό το πρόγραμμα του Μνημονίου – δηλαδή μέχρι το τέλος του 2012 – με προοπτική περαιτέρω συρρίκνωσης έως το 2020.
Σύμφωνα με σημερινό δημοσίευμα στα Νέα, αυτή είναι η δέσμευση που έχει αναλάβει η ελληνική κυβέρνηση έναντι των δανειστών της- του ΔΝΤ, της Κομισιόν και της ΕΚΤ- αλλά οι όποιες περικοπές προσωπικού ή απολύσεις δεν πρόκειται να γίνουν με τη μέθοδο της αριθμητικής «σφαγής». Αντιθέτως, θα προκύψουν μέσα από τον εξορθολογισμό της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, τη σύνδεση αμοιβής- παραγωγικότητας, την απεμπλοκή του Δημοσίου από μια σειρά επιχειρήσεων και την ιδιωτικοποίηση πληθώρας ΔΕΚΟ.
Με την έννοια αυτή, ούτε ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου είχε άδικο όταν έλεγε πως δεν θα γίνουν απολύσεις ούτε η τρόικα είχε άδικο όταν άφηνε ορθάνοιχτο το ζήτημα των απολύσεων στον δημόσιο τομέα- απλούστατα διότι δεν είναι του παρόντος. Μία απλή ανάγνωση του Μνημονίου δείχνει ότι μέχρι τον Ιούνιο του 2011 θα πρέπει να έχει εκπονηθεί πόρισμα για τον εξορθολογισμό της λειτουργίας του Δημοσίου, με βάση τα συμπεράσματα που θα προκύψουν από την απογραφή των δημοσίων υπαλλήλων- αυτήν που μόλις έγινε κι εκείνη που θα γίνει για τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Εν συνεχεία, στον προϋπολογισμό του 2012 θα υπάρξει η υλοποίηση του πορίσματος, ώστε να απαλλαγεί το Δημόσιο από το 20% του διοικητικού του βάρους.
Φυσικά, όλα αυτά είναι πρόωρο- ενδεχομένως- να συζητούνται σήμερα. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι της τρόικας δεν υπενθυμίζουν τι θα γίνει μελλοντικά στους συνομιλητές τους από την ελληνική κυβέρνηση, είτε πρόκειται για το υπουργείο Οικονομικών είτε για το Μεταφορών- με δυσκολία δέχθηκαν τον ισχυρισμό της ελληνικής πλευράς πως το πρόγραμμα του ΟΣΕ μπορεί να γίνει μόνο με μετατάξεις και όχι με απολύσεις.
Κοινοτικός παράγοντας έλεγε ότι «είναι τόσα τα μέτωπα που έχει ανοίξει η ελληνική κυβέρνηση, που θα ήταν αστείο να επισπεύσουμε εμείς το ζήτημα των απολύσεων στο Δημόσιο. Γνωρίζει και εκείνη, όπως και εμείς, ότι η Ελλάδα έχει έναν από τους πλέον αντιπαραγωγικούς και διογκωμένους δημόσιους τομείς και ότι αναπόφευκτα τα πράγματα θα οδηγηθούν εκεί, εάν πρόκειται να υλοποιηθεί το πρόγραμμα, να ανακτηθεί κάποια χαμένη ανταγωνιστικότητα και να σταθεί η ελληνική οικονομία μόνη της στις αγορές κάποια στιγμή. Ας πούμε, οι απολύσεις θα έρθουν σαν… ώριμο φρούτο, όταν θα έχουν γίνει οι ιδιωτικοποιήσεις και θα έχει επιλυθεί το θέμα των ΔΕΚΟ και των συντεχνιών». Ποιοι «απομακρύνονται». Κοινοτικές πηγές έλεγαν ότι οι ιδιωτικοποιήσεις καταγράφονται και στην ενδιάμεση έκθεση των ελεγκτών- αυτή που εξεδόθη πριν από την έλευση των κορυφαίων της τρόικας. Οτι δηλαδή βάσει του προγράμματος απεμπλοκής του Δημοσίου και ιδιωτικοποιήσεων, στις επιχειρήσεις που θα πάψουν να υπάγονται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα περιλαμβάνονται η Αγροτική Τράπεζα, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, αεροδρόμια, λιμάνια, ο ΟΣΕ, η ΕΥΔΑΠ, η ΕΥΑΘ, η ΔΕΗ, η ΔΕΠΑ, τα ΕΛΠΕ, ο ΟΤΕ, ο ΟΠΑΠ, τα καζίνα, ο ΟΔΙΕ κ.ά.
Εάν οι επιχειρήσεις αυτές περάσουν ολοκληρωτικά ή μερικώς έστω (ως προς το μάνατζμεντ, για παράδειγμα) στον ιδιωτικό τομέα, οι εργαζόμενοι σ΄ αυτές παύουν να θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι- και άρα υπόκεινται στους κανόνες του ιδιωτικού τομέα, που προβλέπει και απολύσεις. Και για το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων ωστόσο δεν έχουν ορίζοντα δύο μηνών- αλλά το σύνολο της περιόδου εφαρμογής του Μνημονίου.
Υπάρχει ακόμη ένας λόγος που η τρόικα δεν θέτει μετ΄ επιτάσεως θέμα απολύσεων αυτή τη στιγμή, μολονότι γνωρίζει πως είναι αναπόφευκτες στο πλαίσιο της αποκατάστασης της ανταγωνιστικότητας: σε όλα τα προγράμματα ανά την Ευρώπη όπου έχει μετάσχει το ΔΝΤ, οι απολύσεις υπήρξαν η καυτή πατάτα που είτε τίναξε το πρόγραμμα στο αέρα είτε οδήγησε σε ανατροπή κυβερνήσεων είτε και τα δυο. Και μπορεί το Ταμείο να διακρίθηκε για την επιμονή του στις άλλες περιπτώσεις (Ουγγαρία, Λετονία, Ρουμανία), αλλά η Ελλάδα ανήκει στην ευρωζώνη και τον μεγάλο όγκο των χρημάτων από τα 110 δισ. βάζουν οι εταίροι της στο ευρώ- οι οποίοι δεν έχουν καμία διάθεση για νέα αναταραχή. «Δεν θα αντέξει η οικονομία χωρίς την πάταξη της φοροδιαφυγής»
Η αναγκαστική συρρίκνωση του δημόσιου τομέα εξηγεί και την αιφνίδια για πολλούς επίκληση από την τρόικα τής δίκαιης κατανομής βαρών για τη δημοσιονομική προσαρμογή, όταν δήλωνε πως οι χαμηλόμισθοι και οι συνταξιούχοι έκαναν αυτό που όφειλαν, αλλά τώρα πρέπει να καταβάλουν αυτά που πρέπει και οι έχοντες.
Αναφερόταν στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, από την οποία τα ταμειακά έσοδα είναι μηδενικά σήμερα. Παράγοντες της Κομισιόν έλεγαν πως η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής είναι απαραίτητη για την αποκατάσταση του κοινού περί δικαίου αισθήματος, καθώς στην περίπτωση της Ελλάδας η μαύρη οικονομία είναι τόσο διαδεδομένη, που κάθε πολίτης που υφίσταται τις δραστικές περικοπές μπορεί να δει δίπλα του κάποιον- ή κάποιους- που διαφεύγει κάθε καταβολής και αυτό διογκώνει την ήδη δικαιολογημένη οργή.
Βέβαια, οι λόγοι που η τρόικα έσπευσε να δείξει κοινωνικό πρόσωπο δεν είναι ούτε μόνο πολιτικοί (σ.σ.: η στήριξη της κυβέρνησης) ούτε επικοινωνιακοί (σ.σ.: να… κερδίσει το ελληνικό κοινό). Το πλέον ουσιώδες, όπως λένε στις Βρυξέλλες, είναι πως μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να σταθεί μόνη της χωρίς να έχει τα έσοδα από τη φοροδιαφυγή, αφού οι αιματηρές περικοπές των δαπανών μπορεί να αρκέσουν μέχρις ενός σημείου – ίσα ίσα για να ξεφύγει προσωρινά η χώρα από την κρίση. Δεν επαρκούν, όμως, για να μπορέσει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της μετά το 2012 και πολύ περισσότερο για να επανέλθει σε τροχιά ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας.