Η χάραξη της αναπτυξιακής στρατηγικής δεν μπορεί να γίνεται ερήμην του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος δεν μπορεί να δίνει τη μάχη για την ανάπτυξη με δεμένα χέρια, αναφέρει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο για την οικονομία. Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο, τα χέρια του ιδιωτικού τομέα είναι δεμένα, λόγω υψηλού κόστους χρηματοδότησης, φορολογίας, φοροδιαφυγής, περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, καθυστερήσεων στη Δικαιοσύνη, υψηλού μη μισθολογικού κόστος, κ.α.
Ο ΣΕΒ τονίζει πως κανείς δεν διαφωνεί ότι η ανάπτυξη πρέπει να τηρεί κοινωνικές μέριμνες και να επιμερίζει τα οφέλη της με δίκαιο τρόπο στις κοινωνικές ομάδες, θέτει, όμως, το ερώτημα πώς μπορεί να γίνει δίκαιος επιμερισμός, όταν η επένδυση δεν είναι ανταγωνιστική και απλά δεν γίνεται στη χώρα μας και, συνεπώς, δεν υπάρχει τίποτα, για να επιμερισθεί.
Στην ανάλυση τονίζεται ακόμη ότι:
«Η αύξηση της παραγωγικότητας στο δημόσιο τομέα είναι μονόδρομος, διαφορετικά οι περικοπές δαπανών που έχουν γίνει, μέχρι σήμερα, αργά ή γρήγορα θα ανατραπούν, καθώς χειροτερεύει ραγδαία η ποιότητα εξυπηρέτησης των πολιτών. Η εικόνα στα νοσοκομεία και την εκπαίδευση είναι καταθλιπτική. Και η μόνη φυγή προς τα εμπρός δεν είναι να γίνουν προσλήψεις με δεδομένη την παραγωγικότητα, αλλά να σχεδιασθούν και υλοποιηθούν μεταρρυθμιστικές τομές, ώστε με τους ίδιους ή λιγότερους πόρους να υπάρξει καλύτερο αποτέλεσμα όσον αφορά στην ποιότητα παροχής υπηρεσιών στους πολίτες. Οι πολιτικοί πρέπει να αντιληφθούν ότι τα προβλήματα δεν λύνονται με προσλήψεις, αλλά με αλλαγές στις μεθόδους παραγωγής, όπως γίνεται στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.
Πολλές χώρες που έχουν κατά κεφαλή δαπάνες υγείας χαμηλότερες ή ίσες της Ελλάδας είναι χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλά καταφέρνουν με τα ίδια περίπου ή λιγότερα χρήματα να εξασφαλίζουν καλύτερη ποιότητα υπηρεσιών υγείας.
Η δημόσια δαπάνη για την υγεία έχει υποχωρήσει πολύ και υπολείπεται σημαντικά του μέσου όρου της ΕΕ, παρόλο που η Ελλάδα έχει ιδιαίτερα γερασμένο πληθυσμό με αυξημένες ανάγκες περίθαλψης. Το 2009, ανερχόνταν σε 1.439,8 ευρώ/κάτοικο και ήδη, το 2013, είχε υποχωρήσει κάτω από 1.000 ευρώ/κάτοικο.
Η Ελλάδα εντυπωσιάζει για το μεγάλο αριθμό ιατρών και υποδομών, όπως τομογράφων, την εντατική χρήση αντιβιοτικών, καθώς και το μεγάλο μέρος της ιατρικής δαπάνης που αναλώνεται σε φάρμακα. Είναι μία εικόνα ακραία ανορθολογικής χρήσης δεδομένων πόρων. Υπάρχει ένα σύστημα με πολλούς ιατρούς και λίγες νοσοκόμες, το οποίο ενθαρρύνει, παρόλο που η πλειοψηφία των ιατρών είναι υψηλής εξειδίκευσης και συνταγογραφούν υπεύθυνα, την υπερκατανάλωση φαρμάκων, που προϋποθέτει υπερσυνταγογράφηση, με σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία του πληθυσμού.
Παρόλη τη μεγάλη υποχώρηση της σχετικής τιμής των γενόσημων φαρμάκων, η κατανάλωση των ακριβών μη γενόσημων υποχωρεί ελάχιστα τα τελευταία χρόνια. Οι τιμές των γενόσημων μειώνονται, χωρίς να αυξάνεται το μερίδιό τους. Το κράτος οφείλει καταρχήν να ελέγξει την υπερσυνταγογράφηση, ενώ περιπτώσεις που χρήζουν πιο προσεκτικού ελέγχου είναι η εντατική χρήση μαγνητικών τομογράφων, ειδικά όταν στα δημόσια νοσοκομεία αυτοί έχουν «μόνιμη βλάβη», καθώς και η συνήθεια στα δημόσια νοσοκομεία σε κάθε ασθενή να γίνεται μεγάλος αριθμός ακτινογραφιών.
Είναι παρήγορο ότι η κυβέρνηση δημιουργεί ομάδα δράσης που θα προετοιμάζει το έδαφος για την προσέλκυση επενδύσεων. Μία τέτοια ομάδα θα πρέπει να συνεπικουρείται από καταξιωμένα ονόματα της επιχειρηματικής κοινότητας, ώστε να ταυτοποιούνται μεγάλα έργα υποδομών που έχουν οικονομικό και εμπορικό ενδιαφέρον».