Πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 0,4% του ΑΕΠ εκτιμά ο ΣΕΒ ότι επιτεύχθηκε το 2015, έναντι στόχου για πρωτογενές έλλειμμα 0,25 μονάδων που προβλέπει το τρίτο μνημόνιο. Σύμφωνα με το εβδομαδιαίο δελτίο του Συνδέσμου, η εξέλιξη οφείλεται αφενός στο «πάγωμα» της δαπάνης για μισθούς και συντάξεις στο επίπεδο του 2014 σε συνδυασμό με τη μείωση των κοινωνικών παροχών κατά 1,3 δισ. ευρώ και των δαπανών προμηθειών κατά 741 εκατ. Ο Σύνδεσμος επισημαίνει ακόμη ότι μετά και τον υπολογισμό των ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους προς την αγορά, θα υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 0,4%.

Ο ΣΕΒ υπογραμμίζει ακόμη ορισμένα θετικά στοιχεία (όπως η αύξηση της απασχόλησης, η καλή πορεία εσόδων σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές και η αύξηση της παραγωγής και των εξαγωγών τον Δεκέμβριο του 2015, που καταδεικνύει ότι οι δυσκολίες που δημιουργήθηκαν κατά τους καλοκαιρινούς μήνες έχουν εξομαλυνθεί σε μεγάλο βαθμό), απευθύνει ωστόσο και προειδοποιήσεις τονίζοντας μεταξύ άλλων τα εξής:

«Η χώρα κινδυνεύει, για ακόμη μία φορά, να βρεθεί μπροστά σε αδιέξοδο. Τα χρηματοδοτικά ανοίγματα μπορεί να γίνουν απαγορευτικά σε λίγους μήνες και η μη κάλυψή τους θα οδηγήσει σε στάση πληρωμών και σε περαιτέρω φτωχοποίηση του πληθυσμού. Η έγκαιρη ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης του 3ου Μνημονίου είναι εκ των ων ουκ άνευ για την ομαλοποίηση της οικονομίας. Η πολιτική ηγεσία, ένθεν κακείθεν, καθυστερεί δραματικά να δώσει λύσεις. Οι ελληνικές επιχειρήσεις, κάτω από αντίξοες συνθήκες, προσπαθούν να κρατήσουν τις δουλειές στην Ελλάδα και να προσφέρουν στους εργαζόμενους όσο το δυνατόν καλύτερες συνθήκες εργασίας και αμοιβές. Η υπερφορολόγηση των συνεπών φορολογουμένων και επιχειρήσεων και η απαθής παραμέληση από την κυβέρνηση του έργου της προώθησης των επενδύσεων, μπορεί βραχυπρόθεσμα να μην οδηγούν σε ορατά σημάδια αποσύνθεσης της οικονομίας, αλλά μακροπρόθεσμα υποσκάπτουν τα θεμέλια της οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας. Τα αντικίνητρα στην εργασία και στην επιχειρηματική δραστηριότητα συσσωρεύονται επικίνδυνα και οδηγούν, με μαθηματική ακρίβεια, σε μία οικονομία χαμηλής παραγωγικότητας και χαμηλών αμοιβών και σε ένα κράτος δυσλειτουργικό και ανήμπορο να παράσχει στους πολίτες τα στοιχειώδη αγαθά της απασχόλησης και της κοινωνικής προστασίας και ηρεμίας. Στο πλαίσιο αυτό, η μαζική αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων, περνάει μέσα από ένα, φιλικό προς την επιχειρηματικότητα, θεσμικό πλαίσιο που θα μειώνει κόστη ενεργειακά, φορολογικά και γραφειοκρατικά, θα σαρώνει τα επιμέρους ρυθμιστικά εμπόδια στους κλάδους που μπορούν να γίνουν πιο εξωστρεφείς και θα στηρίζεται σε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα οριζόντιων επενδυτικών κινήτρων. Στη δημοκρατία μπορεί να μην υπάρχουν αδιέξοδα αλλά στην οικονομία υπάρχουν. Το θέμα δεν είναι ποιος θα κυβερνά στην κατάρρευση της χώρας αλλά με ποιο τρόπο η κατάρρευση θα αποφευχθεί».