Οι κυβερνήσεις- που σε ολόκληρο τον κόσμο συζητούν για τις πολιτικές, τις νομοθετικές ρυθμίσεις και τις πρακτικές που θα ενθαρρύνουν την οικονομική ανάπτυξη κατά το 2011- θα επωφελούνταν περισσότερο εάν εστίαζαν στο ζωτικό ρόλο που διαδραματίζουν οι γυναίκες στην οικονομία, παρά σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές και κλάδους της οικονομίας. Αυτό επιμαίνεται σε μελέτη της Deloitte για τις γυναίκες εργαζόμενες και καταναλώτριες με τίτλο: «The Gender Dividend: Making the Business Case for Investing in Women».
Ιδιωτικός και δημόσιος τομέας θα πρέπει να κατανοήσουν ότι η επένδυση στις γυναίκες τόσο ως εργαζόμενες όσο και ως καταναλώτριες θα μπορούσε να αποδώσει καρπούς, αναφέρεται στη μελέτη.
Εξάλλου, όσο περισσότερες γυναίκες εισέρχονται στην αγορά εργασίας τόσο αυξάνεται το κατά κεφαλήν εισόδημα, πράγμα θετικό για την οικονομική ανάπτυξη. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, από το 1995 ο περιορισμός του χάσματος μεταξύ ανδρών και γυναικών αποτελεί την αιτία για τη μισή αύξηση της απασχόλησης στην Ευρώπη και για το ένα τέταρτο της ετήσιας οικονομικής ανάπτυξης της συγκεκριμένης περιοχής. Αλλά και στη Λατινική Αμερική, οι γυναίκες εργαζόμενες βοήθησαν, ώστε να μειωθούν τα ποσοστά φτώχειας σε νοικοκυριά με δύο άτομα από το 40% το 2007 στο 26% σήμερα.
Παρά το γεγονός ότι αρκετές χώρες έχουν περάσει νόμους που προωθούν την ίση μεταχείριση των φύλων στην εργασία, η νομοθεσία από μόνη της δεν επαρκεί να διασφαλίσει την απρόσκοπτη πρόσβαση και εξέλιξη των γυναικών στους χώρους εργασίας. Έτσι, ακόμα και σε αναπτυγμένα κράτη, όπως οι ΗΠΑ, ένα μεγάλο ποσοστό «ταλέντων» δεν αξιοποιούνται. Στην οικονομία του 21ου αιώνα, που όπως έχει διαμορφωθεί, στηρίζεται περισσότερο στον ανθρώπινο παράγοντα παρά στους φυσικούς πόρους, ο αποκλεισμός μερίδας ταλαντούχων εργαζομένων δημιουργεί προβλήματα. Από τη στιγμή που ο πληθυσμός της γης δεν ανανεώνεται, οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να αντέξουν την περαιτέρω απώλεια εργαζομένων και οφείλουν να στηριχθούν στις γυναίκες, υποστηρίζει η αναφορά.
Στην Ευρώπη, οι γυναίκες αποτελούν το 45% του εργατικού δυναμικού και περισσότερο από το 50% των αποφοίτων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Προς το παρόν, όμως, μόνο το 11% των στελεχών επιχειρήσεων είναι γυναίκες, ποσοστό που αναμένεται να φτάσει μόλις το 20% λίγο μετά το 2035. Παράλληλα, οι γυναίκες στην Ευρώπη έχουν λάβει το 45% του συνόλου των διδακτορικών διπλωμάτων αλλά μόλις το 18% των υψηλόβαθμων ερευνητών είναι γυναίκες. Επιπλέον, περισσότερες μορφωμένες γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες αναγκάζονται να μεταναστεύσουν από τις χώρες καταγωγής τους, προκειμένου να αναζητήσουν καλύτερες επαγγελματικές ευκαιρίες, γεγονός που δημιουργεί πρόβλημα ισορροπίας μεταξύ των δύο φύλων.
Οι γυναίκες ελέγχουν σχεδόν 20 τρισ. δολάρια από τις συνολικές καταναλωτικές δαπάνες και αυτό το ποσό αναμένεται να αγγίξει τα 28 τρισ. μέχρι το 2014. Ταυτόχρονα, είτε λαμβάνουν είτε επηρεάζουν το 80% των αγοραστικών αποφάσεων παγκοσμίως. Μόνο στις ΗΠΑ, ο αριθμός των γυναικών με εξαψήφιο αριθμό εσόδων αυξάνεται με διπλάσιο ρυθμό σε σύγκριση με τους άνδρες. Μάλιστα, στον αναπτυσσόμενο κόσμο η αγοραστική δύναμη των γυναικών αυξάνεται με ακόμα ταχύτερους ρυθμούς. Την ίδια στιγμή, όμως, σύμφωνα με τη μελέτη το 50% των γυναικών νιώθει ότι οι εταιρίες τροφίμων και προϊόντων υγείας και ομορφιάς δεν τις κατανοούν.
Οι γυναίκες αποτελούν τη μεγαλύτερη αναδυόμενη αγορά που έχει δημιουργηθεί ποτέ στον κόσμο υποστηρίζει η μελέτη. Η συγκεκριμένη, όμως, ομάδα καταναλώνει διαφορετικά από τους άνδρες και αρκετές είναι οι επιχειρήσεις που εξαιτίας της άγνοιας της αγοραστικής αυτής συμπεριφοράς δεν καταφέρνουν να επωφεληθούν από τη δύναμή της. Η πρόσληψη περισσότερων γυναικών θα βοηθούσε τις εταιρίες να αντιληφθούν τις προτιμήσεις του «ασθενούς φύλου», πράγμα που θα ενίσχυε ακόμα περισσότερο την αγοραστική του δύναμη και αυτό με τη σειρά του θα οδηγούσε σε μεγαλύτερα κέρδη για τις επιχειρήσεις.
Η μητρότητα, επίσης, αποτελεί κλειδί για την επιβίωση των κρατών ενώ η αύξηση των γεννήσεων θα ωφελήσει τόσο τον ιδιωτικό όσο και το δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, η επιχορήγηση των γεννήσεων, όπως την εφάρμοσε η Ρωσία, δείχνει να φέρνει περιορισμένα αποτελέσματα.
Από την άλλη πλευρά, τα κράτη, τα οποία διευκολύνουν τους εργαζόμενους γονείς «ανταμείβονται» με υψηλότερα ποσοστά γεννήσεων. Αυτό φαίνεται να έχουν καταφέρει οι Σκανδιναβικές χώρες, οι οποίες υποστηρίζουν τις οικογένειες με δύο εργαζόμενους γονείς, επιτυγχάνοντας τα μεγαλύτερα ποσοστά γεννήσεων και τη διατήρηση των σταθερότερων οικονομιών στην Ευρώπη.