«Σωσίβιο» 3 τρισ. ευρώ αναζητούν οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ για τη «σωτηρία» των ασθενέστερων οικονομικά χωρών της ζώνης του ευρώ και του ενιαίου νομίσματος.
Σύμφωνα με το Βήμα της Κυριακής, μετά τα σχεδόν 200 δισ. ευρώ βοήθεια προς την Ελλάδα και την Ιρλανδία και τα περίπου 60 δισ. ευρώ που κατά πάσα πιθανότητα θα διατεθούν για την Πορτογαλία, η οποία, όπως όλα δείχνουν, θα είναι το επόμενο «θύμα» των αγορών, οι ευρωπαίοι ηγέτες είναι έτοιμοι να συμβάλουν και στη δημιουργία ενός ταμείου που θα διαθέσει περί τα 800 δισ. ευρώ για την Ισπανία και σχεδόν 2 τρισ. ευρώ για την Ιταλία. Σύνολο, 3 τρισ. ευρώ και βάλε.
Τόσα υπολογίζεται ότι θα χρειαστούν για τη χρηματοδότηση των χωρών αυτών σε περίπτωση που το ντόμινο της κρίσης χρέους συνεχιστεί. Κανείς όμως δεν είναι σε θέση να βγάλει τα λεφτά των φορολογουμένων και να τα βάλει σε έναν κουμπαρά.
Το ζητούμενο λοιπόν είναι να στηθεί ένας μηχανισμός που να μπορεί να αντλεί κεφάλαια στο όνομα της ΕΕ και να τα χορηγεί στις χώρες της ευρωζώνης που βρίσκονται εκτός αγορών ή δανείζονται με υψηλά και απαγορευτικά επιτόκια. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά δύσκολο και συνάμα πολύπλοκο εγχείρημα το οποίο πλέον δεν αφορά μόνο τα δημόσια οικονομικά αλλά και τα τραπεζικά συστήματα των χωρών αυτών.
Η λύση στην οικονομική κρίση που πλήττει πολλές ευρωπαϊκές χώρες ακούει στο όνομα ευρωομόλογο, ωστόσο το τι, το πώς, το πότε και από ποιον θα εκδοθεί θέλει ακόμη πολλή δουλειά. Λέγοντας ευρωομόλογο στην ουσία εννοούμε έναν μηχανισμό χρηματοδότησης των κρατών της ευρωζώνης που δεν μπορούν να δανειστούν από την αγορά.
Το ευρωομόλογο μπορεί να είναι δύο ειδών, ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο θα χρησιμοποιηθεί: πρώτον, για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης και, δεύτερον, για τη διαχείριση του δημόσιου χρέους των χωρών-μελών. Στην πρώτη περίπτωση τα ομόλογα εκδίδονται για τη υλοποίηση ευρωπαϊκών επενδυτικών προγραμμάτων, όπως π.χ. η δημιουργία υποδομών στην ενέργεια, στις συγκοινωνίες κτλ. Στη δεύτερη εκδίδονται για τη μετατροπή εθνικού χρέους σε ευρωπαϊκό χρέος.
Είναι προφανές ότι η ευρωζώνη πολύ πιο εύκολα μπορεί να καταλήξει σε συμφωνία για την έκδοση ευρωομολόγου που θα χρηματοδοτήσει επενδυτικά προγράμματα. Οσοι υποστηρίζουν την άποψη αυτή επιχειρηματολογούν λέγοντας ότι με τον τρόπο αυτόν θα στηριχθεί η οικονομική δραστηριότητα και θα ενισχυθεί η απασχόληση σε μια περίοδο όπου η ανάκαμψη στην ευρωζώνη παραπαίει. Τα θεωρούν δηλαδή εργαλεία που θα επιταχύνουν την ανάπτυξη.
Πρόκειται για μια παλιά ιδέα που βρίσκει αρκετή υποστήριξη στους κόλπους της ευρωζώνης τόσο από τον νυν πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο όσο και παλαιότερα από τον πρώην πρόεδρο της Κομισιόν Ζακ Ντελόρ.
Αντιθέτως, η έκδοση ευρωομολόγου για τη μετατροπή εθνικού χρέους σε ευρωπαϊκό είναι περίπλοκο θέμα, το οποίο θέτει το ζήτημα της δημοσιονομικής υπευθυνότητας και πειθαρχίας των χωρών-μελών και προκαλεί μεγάλες αντιδράσεις από εταίρους όπως η Γερμανία, η Ολλανδία και η Αυστρία. Υποστηρικτές της ιδέας αυτής είναι μεταξύ άλλων ο πρόεδρος του Εurogroup Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ.
Η Ελλάδα πάντως υποστηρίζει και τις δύο εκδοχές του ευρωομολόγου
Η έκδοση ευρωομολόγου για τη διαχείριση χρέους μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: είτε από έναν νέο μηχανισμό που θα στηθεί ειδικά για την έκδοση των τίτλων είτε από έναν υφιστάμενο μηχανισμό ο οποίος αρχικά θα μπορούσε να αγοράζει ομόλογα των χωρών-μελών της ευρωζώνης.
Η δεύτερη εκδοχή θεωρείται στην παρούσα φάση πιο ρεαλιστική καθώς η σύσταση ενός νέου μηχανισμού είναι εξαιρετικά χρονοβόρα διαδικασία. Άλλωστε ένας μηχανισμός που θα μπορούσε να αγοράζει άμεσα ομόλογα των χωρών της ευρωζώνης θα διευκόλυνε και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία έχει φθάσει στα όριά της.
Την άλλη βδομάδα στο τραπέζι η επιμήκυνση
Στο τραπέζι τίθεται το θέμα της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής της βοήθειας των 110 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα. Το ζήτημα θα εξεταστεί στις αρχές της προσεχούς εβδομάδας από την Οικονομική και Νομισματική Επιτροπή της ΕΕ η οποία προετοιμάζει το επόμενο Εurogroup της 17ης Ιανουαρίου.
Σύμφωνα με πηγές του υπουργείου Οικονομικών, εκτός απροόπτου το θέμα θα έλθει στο επόμενο Εurogroup και από τη στιγμή που θα συζητηθεί αναμένεται να υιοθετηθεί. Η ΕΕ μπορεί να αποφασίσει για την επιμήκυνση των 80 δισ. ευρώ, ενώ για τα υπόλοιπα θα αποφανθεί το ΔΝΤ, ο επικεφαλής του οποίου Ντομινίκ Στρος-Καν έχει ταχθεί υπέρ δηλώνοντας ότι, «αν οι Ευρωπαίοι αποφασίσουν να κάνουν κάτι με την επιμήκυνση της βοήθειας, θα κάνουμε σίγουρα το ίδιο».
Ωστόσο δεν αρκεί η απόφαση του Εurogroup. Το ζήτημα θα πρέπει να επικυρωθεί από τα κοινοβούλια των κρατών-μελών τα οποία ενέκριναν και τη βοήθεια προς την Ελλάδα, διαδικασία που εκτιμάται ότι θα διαρκέσει περί τους δύο-τρεις μήνες.
Στο υπουργείο Οικονομικών αισιοδοξούν ότι το ζήτημα της επιμήκυνσης θα έχει θετική έκβαση. Παραμένουν όμως επιφυλακτικοί ως προς το αν θα αφορά το σύνολο του δανείου ή μόνο τα χρήματα που θα εκταμιευθούν μετά την επιμήκυνση. Όπως αναφέρουν οι ίδιες πηγές, «είναι δύσκολο για το ΔΝΤ να αλλάξει αναδρομικά τους όρους της δανειακής σύμβασης και να επιμηκύνει και τον χρόνο αποπληρωμής των δόσεων που έχουν ήδη εκταμιευθεί». Για την ΕΕ θεωρείται ότι είναι ευκολότερο γιατί είναι η πρώτη φορά που χρηματοδοτεί μια χώρα και «δεν έχει ακριβείς κανόνες όπως το ΔΝΤ». Σε κάθε περίπτωση όμως σημειώνουν πως «ό,τι θα κάνει η μία πλευρά θα πράξει και η άλλη γιατί θέλουν να κινούνται συντονισμένα».
Το ζήτημα των τραπεζών
Η ΕΚΤ αγοράζει ή δέχεται ως ενέχυρο από τις τράπεζες ομόλογα χωρών που είναι αποκλεισμένες από τις αγορές, όπως η Ελλάδα και η Ιρλανδία, και έναντι αυτών τις χρηματοδοτεί. Ετσι, οι τράπεζες που δεν μπορούν να σηκώσουν κεφάλαια από την αγορά αξιοποιούν τα ομόλογα που έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους για να αντλήσουν ρευστότητα, να αναχρηματοδοτήσουν τα δάνεια που οι ίδιες έχουν πάρει και να συνεχίσουν να δανείζουν την οικονομία.
Ωστόσο οι συνεχείς υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας των οικονομικά ασθενέστερων χωρών της ευρωζώνης καθιστούν επισφαλή την ΕΚΤ, η οποία έχει φορτωθεί ομόλογα σκουπίδια όπως τα ελληνικά. Η αναμενόμενη νέα υποβάθμιση της Ελλάδας από τη Fitch και τη Μoody΄s σημαίνει ότι τραπεζικοί τίτλοι που έχουν δοθεί ως ενέχυρο για την άντληση ρευστότητας ύψους, οι οποίοι υπολογίζονται σε 10-15 δισ. ευρώ, δεν θα γίνονται πλέον δεκτοί και θα πρέπει να αντικατασταθούν.
Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι το κράτος θα έπρεπε να εκδώσει πρόσθετες εγγυήσεις για να στηρίξει το τραπεζικό σύστημα, κάτι που, όπως επισημαίνουν τραπεζικές πηγές, «δεν μπορεί να γίνεται κάθε τρεις και λίγο». Άλλες πηγές αναφέρουν ότι από τη στιγμή που η ΕΕ και το ΔΝΤ μας έχουν δανείσει 110 δισ. ευρώ και η ΕΚΤ έχει δανείσει τις τράπεζες με άλλα 100 δισ. ευρώ, δεχόμενη ως ενέχυρο ελληνικά ομόλογα, «το πρόβλημα έχει φύγει από την Ελλάδα και έχει μεταφερθεί στην ΕΕ».
Υπό την έννοια αυτή θεωρούν ότι δεν πρόκειται να αφήσουν την Ελλάδα να χρεοκοπήσει γιατί έτσι θα χάσουν τα χρήματα των ευρωπαίων φορολογουμένων.