Η παγκόσμια οικονομία, μετά τα τραύματα που της προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού, βρίσκεται, σήμερα, αντιμέτωπη με τις επιπτώσεις μιας βαθιάς «πολυκρίσης», όπως επιβεβαιώνουν και οι δυσοίωνες προβλέψεις για την παγκόσμια ανάπτυξη, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν, στις αρχές Οκτωβρίου, στο πλαίσιο της φθινοπωρινής συνόδου του, με την Παγκόσμια Τράπεζα, που έγινε στο Μαρακές του Μαρόκου.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις αυτές, η παγκόσμια ανάπτυξη – 3% φέτος και 2,9% το 2024 – θα βρεθεί, τα επόμενα χρόνια, σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από τον μέσο όρο των δύο προηγούμενων δεκαετιών (2000-2019), που ήταν 3,8%.
Οι προβλέψεις του Δ.Ν.Τ. για τις οικονομικές εξελίξεις στη ζώνη του Ευρώ είναι ιδιαίτερα απογοητευτικές, καθώς η ανάπτυξη, από 3,3% το 2022, εκτιμάται ότι θα μειωθεί στο 0,7% το 2023 και στο 1,2% το 2024, με τη Γερμανία να παρουσιάζει ύφεση 0,5% φέτος και ανάπτυξη μόλις 0,9% το 2024.
Για την Ελλάδα, οι προβλέψεις του Δ.Ν.Τ. είναι πιο αισιόδοξες, καθώς η ανάπτυξη, από 5,6% το 2022, αναμένεται να συγκρατηθεί στο 2,5% φέτος και στο 2% το 2024, με περαιτέρω, όμως, πτωτικές τάσεις, μεσομακροπρόθεσμα, καθώς το 2028, η άνοδος του Α.Ε.Π. αναμένεται να βρίσκεται στα επίπεδα του 1,1%.
Τα αίτια της κάμψης της παγκόσμιας παραγωγής -η οποία, μάλιστα, ανισοκατανέμεται, με θύματα τις φτωχότερες οικονομίες- εντοπίζονται, στις γεωπολιτικές εντάσεις που, τελευταία, διευρύνονται και οξύνονται, την αναζωπύρωση των πληθωριστικών πιέσεων, τα υψηλά επιτόκια, τον αισθητό περιορισμό του διεθνούς εμπορίου, τη γενικευμένη αστάθεια στις τιμές βασικών εμπορευμάτων, τη διόγκωση των κρατικών χρεών, αλλά και το υψηλό ενεργειακό κόστος και τα ακραία καιρικά φαινόμενα.
Για την επιτάχυνση της αναπτυξιακής διαδικασίας, το Δ.Ν.Τ. επισημαίνει την ανάγκη (έξυπνων) διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (πράσινη ανάπτυξη, ενίσχυση της ανθεκτικότητας των οικονομιών στις κλιματικές αλλαγές, επισιτιστική ασφάλεια, ενθάρρυνση καινοτόμων παραγωγικών επενδύσεων), επιμένει όμως, και πάλιν, στις διαχρονικές του απόψεις που, όμως, έχουν ήδη, δοκιμασθεί, χωρίς σημαντική επιτυχία (περαιτέρω άνοδος των επιτοκίων και περιορισμένες μισθολογικές αυξήσεις για τη μείωση του πληθωρισμού, συγκράτηση των κρατικών δαπανών για δημοσιονομική εξυγίανση και ταχύτερη ελάφρυνση των κρατικών χρεών).
Οπωσδήποτε, τα περιθώρια για εξορθολογισμό των οικονομικών πολιτικών, σε περιόδους γενικότερων αβεβαιοτήτων, στενεύουν, η αποτελεσματικότητα δε των προτεινόμενων από το Δ.Ν.Τ. επιλογών (λιτότητα και πλήρης απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου) προβληματίζει ιδιαίτερα:
α) Η μείωση του πληθωρισμού, μέσω της ανόδου των επιτοκίων, όχι μόνον δεν μπορεί να φέρει, σύντομα, τα προσδοκόμενα αποτελέσματα, αλλά ενισχύει και τον κίνδυνο ενός καταστροφικού στασιμοπληθωρισμού.
Το μέτρο αυτό, κατ’ αρχάς, αποπροσανατολίζει, αφήνοντας άθικτα τα κύρια αίτια της ανόδου των τιμών (υψηλό ενεργειακό κόστος και προβλέψεις για περαιτέρω άνοδό του, δυσλειτουργίες στις μεγάλες εφοδιαστικές αλυσίδες, υψηλά επιχειρηματικά κέρδη λόγω εξασθένισης του σχετικού ανταγωνισμού), αλλά και υπονομεύει την ανάπτυξη, μειώνοντας τις επενδύσεις, αυξάνοντας το κόστος παραγωγής, εντείνοντας τις ανισότητες, δημιουργώντας νέα «κόκκινα» δάνεια, και ενισχύοντας την πίεση για μεγαλύτερες αυξήσεις μισθών, λόγω της ακρίβειας.
Γενικότερα, η άνοδος των επιτοκίων διευρύνει τα προβλήματα των κρατών με υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος και ενισχύει υφεσιακές τάσεις, σε μια περίοδο που η ζήτηση, εγχώρια και διεθνής, ακολουθεί πτωτική πορεία.
β) Η επιστροφή της Ευρωζώνης στις πολιτικές, αυστηρής λιτότητας και δημοσιονομικών περιορισμών, θα καταστήσει δυσχερέστερη την υλοποίηση, τουλάχιστον από τα υπερχρεωμένα μέλη, των αναγκαίων για τον εκσυγχρονισμό των παραγωγικών τους δομών, μεταρρυθμίσεων (βελτίωση των παραγωγικών υποδομών, ενθάρρυνση της έρευνας και της καινοτομίας, ταχύτερη μετάβαση στην πράσινη και ψηφιακή ανάπτυξη, μεγέθυνση του μέσου μεγέθους των επιχειρήσεων, σύγχρονα αναπτυξιακά πρότυπα), αλλά και των απαραίτητων, για την αναβάθμιση της ποιότητας της ζωής, κοινωνικών παρεμβάσεων (ενίσχυση των συστημάτων υγείας, αποκατάσταση των ζημιών που προκαλούν οι κλιματικές κρίσεις στο ιδιωτικό κεφάλαιο, καλύτερη σύνδεση παιδείας και εργασίας για τη μείωση της ανεργίας, αύξηση χαμηλών συντάξεων).
Και πάντως, η περαιτέρω σύσφιγξη των δημοσιονομικών πολιτικών θα πλήξει ιδιαίτερα τις αναπτυσσόμενες χώρες που δεν έχουν ακόμα συνέλθει από τους διαδοχικούς κραδασμούς που υπέστησαν οι οικονομίες τους, από το 2000, μέχρι τώρα.
γ) Μία από τις πιο σοβαρές συνέπειες της πανδημίας και της ρωσο-ουκρανικής σύρραξης, είναι η ευρύτερη συνειδητοποίηση του δυτικού κόσμου των κινδύνων που εγκυμονεί ο άναρχος και, εν πολλοίς, αθέμιτος ανταγωνισμός που η πλήρης απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου, εδραίωσε.
Η όξυνση των σχέσεων ανάμεσα στους δύο μεγαλύτερους, γεωπολιτικούς πόλους, τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, από τη μια μεριά και την Κίνα και τη Ρωσία, από την άλλη, οδήγησε σε μια σοβαρή «στροφή» στην αναπτυξιακή στρατηγική της Δύσης, με στόχο την ελαχιστοποίηση των κινδύνων οικονομικής και πολιτικής εξάρτησής της από τα αντίπαλα γεωπολιτικά στρατόπεδα.
Η μέχρι «χθες» υπερπαγκοσμιοποίηση (αναζήτηση, ακόμη και πολύ μακράν του τόπου κατανάλωσης, του πιο φθηνού παραγωγού, μερών σύνθετων ειδών ή τελικών προϊόντων) που θεωρήθηκε υπεύθυνη των δυσλειτουργιών που παρατηρήθηκαν, τελευταία, στις μεγάλες προμηθευτικές αλυσίδες των ΗΠΑ και της Ευρώπης, αλλά και της αποβιομηχάνισης και της υψηλής ανεργίας, που ακολούθησε στις περιοχές αυτές, δίνει, ήδη, τη θέση της στη σταδιακή αποπαγκοσμιοποίηση, η οποία θέτει ως προτεραιότητα, όχι το χαμηλό κόστος παραγωγής, αλλά την ασφάλεια των συναλλαγών βασικών ειδών πρώτης ανάγκης (τρόφιμα, φάρμακα) και κρίσιμων, για τις εφαρμογές της σύγχρονης τεχνολογίας, ορυκτών (σπάνιες γαίες, λίθιον κ.ά.).
Στα πλαίσια αυτά θα πρέπει να επισημανθούν δύο βασικές ανατροπές, στρατηγικής φύσεως, στη διεθνή οικονομική σκηνή: η επιλογή των πλησιέστερων στα μεγάλα ευρωπαϊκά και αμερικάνικα καταναλωτικά κέντρα και των φιλικότερων προμηθευτικών αλυσίδων, και η ουσιαστική ενθάρρυνση της επιστροφής της βιομηχανίας στις παραδοσιακές της κοιτίδες (ΗΠΑ και Ευρώπη), ακόμη και με την υιοθέτηση πολιτικών προστατευτισμού (επιδότηση εγχώριας παραγωγής και δασμολογική επιβάρυνση εισαγωγών).
Σε μια περίοδο που η ευρωπαϊκή οικονομία έχει χάσει την αναπτυξιακή της δυναμική, η ενίσχυση της ενδοκοινοτικής συνεργασίας και η εμβάθυνση του ενωσιακού εγχειρήματος, αποτελούν μονόδρομο, προκειμένου η Ενωμένη Ευρώπη να διαδραματίσει ουσιαστικότερο ρόλο στη δημιουργία της νέας τάξης πραγμάτων, που τώρα οικοδομείται.
Γι’ αυτό, είναι ανάγκη να συνειδητοποιηθεί από τους 27 ότι, η μερική αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και η αμοιβαιοποίηση του «αντιπανδημιακού» κοινοτικού δανείου είναι οι ουσιαστικότερες, κατά τα τελευταία χρόνια, εκδηλώσεις ενδοκοινοτικής αλληλεγγύης και οι μόνες, ίσως, κοινοτικές παρεμβάσεις που το κοινό όφελος προτάχθηκε του εθνικού συμφέροντος των ισχυρών μελών της Ένωσης.
- Παύλος Θωμόγλου, επιχειρηματίας, μέλος Δ.Σ ΕΒΕΑ και πρ. Αντιπρόεδρος ΕΒΕΑ