Τα παιδιά που εκτέθηκαν στα υψηλότερα επίπεδα ραδιενέργειας από το πυρηνικό δυστύχημα στην Φουκουσίμα αντιμετωπίζουν ελαφρώς υψηλότερο κίνδυνο να εμφανίσουν καρκίνο του θυρεοειδούς, ανέφεραν σήμερα στη Βιέννη ειδικοί του ΟΗΕ.
Για το σύνολο του πληθυσμού της Ιαπωνίας, η αύξηση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου θα είναι τόσο μικρή που δεν θα ανεβάσει τα ποσοστά καρκίνου σε πανεθνικό επίπεδο, επισημαίνει η Επιστημονική Επιτροπή του ΟΗΕ για τις Επιπτώσεις της Ατομικής Ακτινοβολίας (UNSCEAR) στην τελική της έκθεση για το πυρηνικό δυστύχημα του Μαρτίου του 2011 στην Ιαπωνία.
Περίπου 1.000 παιδιά που απομακρύνθηκαν από τις περιοχές που βρίσκονται κοντά στον πυρηνικό σταθμό της Φουκουσίμα Νταϊίτσι δέχθηκαν σχετικά υψηλές δόσεις ραδιενέργειας.
«Για να είμαστε ειλικρινείς, πρέπει να πούμε ότι υπάρχει μια πιθανότητα λίγα από αυτά τα παιδιά να έχουν δεχθεί ακτινοβολία στον θυρεοειδή η οποία να είναι αρκετά υψηλή, που ορισμένες φορές στο μέλλον μπορεί να εμφανιστεί καρκίνος του θυρεοειδούς», δήλωσε ο Γερμανός ειδικός Βόλφγκανγκ Βάις, ο οποίος συντόνισε την έρευνα της UNSCEAR.
Μεταξύ αυτών που εργάστηκαν για τον καθαρισμό μετά το πυρηνικό δυστύχημα στην Φουκουσίμα, 173 εκτέθηκαν σε περισσότερα από 100 μιλισίβερτ ακτινοβολίας, το οποίο σημαίνει ότι μπορεί να αναμένονται δύο ή τρία επιπλέον κρούσματα καρκίνου λόγω του πυρηνικού δυστυχήματος, επισημαίνει η UNSCEAR.
Για τους ενήλικες που ζουν στις πόλεις που εκτέθηκαν περισσότερο στις πυρηνικές αποθέσεις κοντά στους αντιδραστήρες που υπέστησαν ζημιά, ο κίνδυνος να εμφανίσουν καρκίνο κατά τη διάρκεια της ζωής τους αυξήθηκε κατά 0,1% πάνω από τα φυσιολογικά επίπεδα κινδύνου στην Ιαπωνία, τα οποία κυμαίνονται γύρω στο 35%.
Αυτή η μικρή αύξηση θα εμπίπτει σε αυτό το ποσοστό και ως εκ τούτου οποιοσδήποτε καρκίνος εμφανιστεί εξαιτίας του δυστυχήματος της Φουκουσίμα δεν θα είναι στατιστικά μετρήσιμος, σύμφωνα με την UNSCEAR.
«Θα εμφανιστούν καρκίνοι, αλλά δεν θα είναι διακριτοί», σημείωσε ο Βάις, υπογραμμίζοντας ότι τα ποσοστά καρκίνου στην Ιαπωνία, όπως και των εκ γενετής ασθενειών και των συγγενών ανωμαλιών θα παραμείνουν σταθερά.
Η βορειοανατολική ακτή της Ιαπωνίας επλήγη από έναν πολύ ισχυρό σεισμό και στην συνέχεια από ένα τσουνάμι τον Μάρτιο του 2011, τα οποία άφησαν πίσω τους περίπου 18.500 νεκρούς ή αγνοούμενους και κατέστρεψαν τον πυρηνικό σταθμό της Φουκουσίμα.
Για την έρευνα αυτή της UNSCEAR εργάστηκαν περισσότεροι από 80 επιστήμονες από 18 χώρες, οι οποίοι ανέλυσαν τα επίπεδα της ραδιενέργειας στην οποία εκτέθηκαν οι άνθρωποι στην Ιαπωνία και τις πιθανότητες να αυξηθεί το ποσοστό των καρκίνων του θυρεοειδούς, του μαστού ή άλλων οργάνων, όπως και των λευχαιμιών.
Η UNSCEAR επισήμανε ότι πολύ λιγότερη ραδιενέργεια εκλύθηκε από τους αντιδραστήρες της Φουκουσίμα από αυτήν που είχε εκλυθεί μετά το πυρηνικό δυστύχημα του 1986 στο Τσερνόμπιλ.
Οι ευνοϊκές καιρικές συνθήκες, τα μέτρα γρήγορης απομάκρυνσης του πληθυσμού και η απαγόρευση ορισμένων τροφίμων βοήθησαν σε μεγάλο βαθμό την Ιαπωνία να μειώσει τον πιθανό αρνητικό αντίκτυπο για την υγεία, επισήμαναν οι ειδικοί του ΟΗΕ.
Μεταξύ του 1991 και του 2005 υπήρξε μια ουσιαστική αύξηση των καρκίνων του θυρεοειδούς στην Λευκορωσία, την Ουκρανία και την Ρωσία, με τα παιδιά και τους εφήβους που αρρώστησαν να ανέρχονται σε σχεδόν 7.000, σύμφωνα με την UNSCEAR.
Ωστόσο πέραν των συνεπειών της ραδιενέργειας, πολλοί άνθρωποι στην Ιαπωνία υπέστησαν ψυχολογικό τραύμα από το πυρηνικό δυστύχημα, επειδή αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή κοντά στους αντιδραστήρες ή επειδή στιγματίστηκαν ως θύματα της ραδιενέργειας, επισήμανε παράλληλα ο πρόεδρος της UNSCEAR Καρλ-Μάγκνους Λάρσον.
Όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, οι επιπτώσεις της ραδιενέργειας στο οικοσύστημα στην ξηρά και στην θάλασσα γύρω από την Φουκουσίμα θα είναι βραχύβιες, σημείωσε εξάλλου ο ίδιος, προσθέτοντας ωστόσο ότι χρειάζεται να διεξαχθούν επιπρόσθετες έρευνες όσον αφορά τα μολυσμένα με ραδιενέργεια υπόγεια ύδατα που εξακολουθούν να διαρρέουν στον ωκεανό. «Εξακολουθούν να υπάρχουν ερωτήματα που χρειάζονται απάντηση», κατέληξε.