Μεγάλη επιβάρυνση από τα αιωρούμενα σωματίδια δέχεται ο ανθρώπινος οργανισμός και ειδικά οι πνεύμονες, όπου εισχωρούν μικροσωματίδια, δημιουργώντας βλάβες που κάποιες φορές, μπορεί να είναι μη αναστρέψιμες.
Στο παραπάνω συμπέρασμα κατέληξαν επιστήμονες μελετώντας την ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης σε δύο περιοχές, στην οδό Δραγούμη και στο Επταπύργιο στο πλαίσιο έρευνας που συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο- ΕΚΤ) και από εθνικούς πόρους, μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ)- Ερευνητικό Χρηματοδοτούμενο Έργο ΘΑΛΗΣ.
Την έρευνα, που θα παρουσιαστεί αύριο στο 5ο Περιβαλλοντικό Συνέδριο Μακεδονίας που διοργανώνει η Ένωση Ελλήνων Χημικών-Περιφερειακό Τμήμα Κεντρικής & Δυτικής Μακεδονίας, διεξήγαγαν οι Ε.Παπαχρήστου, Α.Βελαλή, Α. Πανταζάκη, Θεοδώρα Χολή-Παπαδοπούλου, Α. Μπέσης, Α. Τσολακίδου, Δ. Βουτσά και Κ. Σαμαρά
Συγκεκριμένα, συλλέχθηκαν αιωρούμενα σωματίδια κατά τη διάρκεια του χειμώνα 2012-2013 και εξετάσθηκαν in vitro ως προς την ικανότητα επαγωγής κυτταροτοξικών αποκρίσεων και οξειδωτικού στρες σε ανθρώπινα κύτταρα πνεύμονα.
«Mελετήθηκε η κυτταροτοξικότητα των αιωρούμενων σωματιδίων της ατμόσφαιρας της Θεσσαλονίκης σε αθανατοποιημένα ανθρώπινα κύτταρα πνεύμονα. Πιο συγκεκριμένα, μελετήθηκαν η αναστολή ή η παρεμπόδιση μηχανισμών κυτταρικών μονοπατιών, η ζωτικότητα και o ρυθμός αύξησης κυτταρικού πληθυσμού, η διατάραξη συγκεκριμένου ενζυμικού δυναμικού καθώς επίσης και η καταστροφή γενετικού υλικού (DNA) και μελετήθηκε η πρόκληση οξειδωτικού στρες σε βακτηριακούς πληθυσμούς» εξηγεί στην εργασία η κ. Παπαδοπούλου.
Όπως προέκυψε, οι συγκεντρώσεις των σωματιδίων είναι σημαντικά υψηλότερες στη Δραγούμη εξαιτίας της πυκνής κυκλοφορίας αυτοκινήτων στο κέντρο της πόλης, αλλά και στις δύο περιοχές διαπιστώθηκε μεγάλη συγκέντρωση μικροσωματιδίων που εισχωρεί στις πνευμονικές κυψελίδες.
«Όσο πιο μικρά είναι τα σωματίδια, τόσο μεγαλύτερη βλάβη προκαλούν στους πνεύμονες όπου εισχωρούν» διευκρινίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Παπαδοπούλου.
Από την πλευρά της, η ερευνήτρια, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Χημείας, Αναστασία Πανταζάκη, επισημαίνει ότι διαπιστώθηκαν κάποιες ήπιες βλάβες στο DNA, «διάφορα σπασίματα», δηλαδή, στην ακεραιότητα του DNA και κάποιες μεταλλάξεις.
«Ωστόσο, ο οργανισμός μας έχει διάφορα συστήματα επιδιορθώσεων και μπορεί να αντιστρέψει κάποιες βλάβες. Στη συνέχεια της έρευνάς μας, καθώς το συγκεκριμένο πρόγραμμα λήγει το 2015, θα μελετήσουμε ποιες κυτταρικές βλάβες είναι αντιστρέψιμες και ποιες όχι και πιο ειδικά, τις συγκεκριμένες επιπτώσεις στον οργανισμό από τα εισπνεόμενα σωματίδια της ατμόσφαιρας» τονίζει η κ.Πανταζάκη.
Να σημειωθεί, υπογραμμίζεται σχετικά στην έρευνα, ότι τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται έντονο ερευνητικό ενδιαφέρον για τη μέτρηση της βιοδραστικότητας των αιωρούμενων σωματιδίων, δηλαδή της ικανότητάς τους να προκαλούν συγκεκριμένες βιολογικές επιδράσεις (π.χ. μεταλλάξεις, επαγωγή καρκίνου, κυτταροτοξικότητα, οξειδοααναγωγικό stress, φλεγμονή, βλάβες στο DNA των κυττάρων).
Η βιοδραστικότητα των αιωρούμενων σωματιδίων είναι αποτέλεσμα συνδυασμού πολλών παραγόντων, όπως η συγκέντρωσή τους στον εισπνεόμενο αέρα, η χημική και ορυκτολογική τους σύσταση, το μέγεθος, η επιφάνεια, η μορφολογία κ.ά. Παρότι διεξάγεται εκτενής έρευνα σε διεθνές επίπεδο για τον φυσικοχημικό χαρακτηρισμό των αιωρούμενων σωματιδίων σε διάφορες αστικές περιοχές, η υπάρχουσα γνώση σε ό,τι αφορά τη βιοδραστικότητά τους είναι σχετικά μικρή και η σχέση βιοδραστικότητας και φυσικοχημικών χαρακτηριστικών των σωματιδίων δεν έχει πλήρως μελετηθεί και διευκρινιστεί.