Η Αμερικανική Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος (EPA) κατηγορείται από μελισσοκόμους και περιβαλλοντολόγους ότι επέτρεψε τη χρήση επικίνδυνων φυτοφαρμάκων για τον άνθρωπο και τις μέλισσες, σημαντικά έντομα-επικονιαστές για πλούσια σοδειά.
Το Συμβούλιο Προστασίας Φυσικών Πηγών (NRDC), μια μη κυβερνητική οργάνωση δημοσίευσε χθες έκθεση στην οποία κατηγορεί την EPA ότι επέτρεψε, χρησιμοποιώντας ένα «παραθυράκι» των κανονισμών, τη διάθεση στην αγορά τουλάχιστον 10.000 «φυτοφαρμάκων χωρίς αυτά να έχουν ελεγχθεί ή ύστερα από πλημμελή έλεγχο».
Την περασμένη εβδομάδα πολλοί μελισσοκόμοι και οργανώσεις προστασίας του περιβάλλοντος κινήθηκαν δικαστικά εναντίον της ΕΡΑ, την οποία κατηγορούν ότι δεν προστάτευσε τις μέλισσες και ότι επέσπευσε την κυκλοφορία στην αγορά των δύο τρίτων των φυτοφαρμάκων αυτών.
Η δικαστική αυτή διαδικασία επιδιώκει την ανάκληση των αιτήσεων έγκρισης των φυτοφαρμάκων, των οποίων έχει αναγνωριστεί η βλαπτικότητα για τις μέλισσες.
Σε σχετική ερώτηση η ΕΡΑ ανακοίνωσε σε γραπτή δήλωσή της ότι «δεν σχολιάζει δικαστικές ενέργειες που είναι σε εξέλιξη».
Φυτοφάρμακα τύπου νεονικοτινοειδών θεωρούνται ύποπτα ότι συμβάλλουν στην αιφνίδια εξαφάνιση των μελισσών μέσα στις κυψέλες, ένα φαινόμενο που παραμένει μυστηριώδες και ονομάζεται «Colony Collapse Disorder», το οποίο αποβαίνει μοιραίο για σχεδόν το 30% των εντόμων αυτών κάθε χρόνο από το 2007.
Τα δύο φυτοφάρμακα της κατηγορίας αυτής που ενοχοποιούνται στη δικαστική αυτή διαδικασία είναι η κλοθειανιδίνη και η θειαμεθοξάμη.
Τα δύο προϊόντα άρχισαν να χρησιμοποιούνται ευρέως από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, περίοδος που αντιστοιχεί χρονικά στην αρχή του φαινομένου της μεγάλης θνησιμότητας των μελισσών παγκοσμίως.
Το 2012 η Γαλλία απαγόρευσε τη θειαμεθοξάμη που βρίσκεται στα φυτοφάρμακα τα οποία παρασκευάζονται από τον ελβετικό όμιλο Syngenta, ύστερα από έρευνες που έδειξαν ότι συντομεύει τη διάρκεια ζωής των μελισσών.
Αρκετές ευρωπαϊκές χώρες περιόρισαν ή απαγόρευσαν τα νεονικοτινοειδή αλλά η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν κατέληξε σε μια συμφωνία στις αρχές Μαρτίου για το θέμα αυτό.
Στην περίπτωση της κλοθειανιδίνης, η Bayer CropScience, έλαβε το 2003 μια «υπό όρους» έγκριση της ΕΡΑ.
Εκτοτε το προϊόν χρησιμοποιείται ευρύτατα για την επεξεργασία σπόρων καλαμποκιού και ελαιοκράμβης που φυτεύονται σχεδόν στο σύνολο των 370,2 εκατομμυρίων στρεμμάτων κάθε χρόνο στις ΗΠΑ, αναφέρει η Λαρίσα Ουάλκερ του «Center for Food Safety», ενός εκ των εναγόντων σε αυτή τη δικαστική διαδικασία.
«Μεγάλος αριθμός καλλιεργητών πιστεύει ότι είναι δύσκολο να βρει σπόρους που δεν περιέχουν ένα νεονικοτινοειδές», τονίζει.
Η ΕΡΑ είχε εγκρίνει το 2003 την κλοθειανιδίνη υπό τον όρο ότι η Bayer, η παρασκευάστρια εταιρία του νεονικοτινοειδούς αυτού, θα διεξήγαγε μελέτη για τη δράση της στις μέλισσες ένα χρόνο μετά, δηλαδή το 2004.
«Δυστυχώς η μελέτη αυτή όχι μόνο παραδόθηκε με αρκετά χρόνια καθυστέρηση αλλά παρουσιάζει σοβαρά κενά», δήλωσε η Τζένιφερ Σας, επιστήμονας του NRDC.
Μια άλλη έρευνα του Πανεπιστημίου του Περντιού στις ΗΠΑ το 2012 δείχνει ότι οι επιχρισμένοι σπόροι με θειαμεθοξάμη, της οποίας δείγματα αφαιρέθηκαν από τα αγροτικά εφόδια, περιείχαν έως 700.000 φορές τη θανατηφόρα δόση του φυτοφάρμακου για τις μέλισσες.
«Αυτό δεν εμποδίζει την ΕΡΑ να συνεχίσει να στηρίζεται στην ελλιπή μελέτη της Bayer CropScience, που είναι η μόνη η οποία δεν διέκρινε βλαβερές συνέπειες του φυτοφαρμάκου για τις μέλισσες, και η κλοθειανιδίνη μένει συνεπώς στην αγορά», πρόσθεσεη Τζένιφερ Σας.
Οι οικολόγοι καταγγέλλουν ένα παραθυράκι του νόμου που ψηφίστηκε από το Κονγκρέσο το 1978, που επιτρέπει στην ΕΡΑ να εγκρίνει την κυκλοφορία φυτοφαρμάκων έπειτα από έναν ελάχιστο αρχικό έλεγχο για την αξιολόγηση της βλαπτικότητάς τους.
Συνεπώς η διάταξη αυτή δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται παρά μόνο σε εξαιρετικές καταστάσεις όπως στην περίπτωση μιας υγειονομικής κρίσης. Ωστόσο πράγματι η ΕΡΑ κατέφυγε σε αυτή τη διάταξη για να εγκρίνει το 65% των 16.000 φυτοφαρμάκων που διατίθενται σήμερα στην αμερικανική αγορά, σύμφωνα με τη NRDC.