Είκοσι τρία χρόνια κλείνουν σήμερα από την υπογραφή του πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ στις 16 Σεπτεμβρίου 1987 και η προστατευτική στοιβάδα του όζοντος που καλύπτει τον πλανήτη μας, όπως δείχνουν οι μελέτες, έχει σταθεροποιηθεί σε ετήσια βάση, αλλά μία μεγάλη τρύπα του όζοντος εξακολουθεί να υφίσταται πάνω από την Ανταρκτική.
Η τελευταία εκτίμηση της έκτασης της τρύπας του όζοντος, στις αρχές Σεπτεμβρίου 2010 είναι περίπου 13 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, έκταση περίπου όσο ολόκληρη η Ανταρκτική{14 εκατομμύρια τ.χλμ.), όπως ήταν και το 2008, αλλά μικρότερη από ό,τι το 2009 κατά το οποίο παρατηρήθηκε μια ιδιαίτερα εκτεταμένη τρύπα του όζοντος. Το όζον της Ανταρκτικής εκτιμάται ότι θα διατηρηθεί σε χαμηλά επίπεδα κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, με τα πρώτα σαφή σημάδια ανάκαμψης να μην αναμένεται ότι θα ανιχνευθούν πριν από το 2020.
Το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ, που ελέγχει την παραγωγή και τη χρήση των ουσιών που καταστρέφουν το όζον, αποτελεί ένα εξαίρετο παράδειγμα επιτυχούς συνεργασίας μεταξύ των επιστημόνων, κυβερνήσεων, μη κυβερνητικών οργανώσεων και της βιομηχανίας, καθώς και μεταξύ αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών.
Πρόσφατες επίγειες και δορυφορικές μετρήσεις δείχνουν ότι τα επίπεδα χλωρίου και βρωμίου στη στρατόσφαιρα που αποτελούν τα πιο επιβλαβή είδη για τη στιβάδα του όζοντος, συνεχίζουν να μειώνονται. Τα παγκόσμια επίπεδα όζοντος έχουν σταθεροποιηθεί και μάλιστα έχουν δείξει κάποια σημάδια ανάκαμψης σε ορισμένες περιοχές του βορείου ημισφαιρίου, κυρίως στα μεγαλύτερα και μέσα γεωγραφικά πλάτη. Παρόλα αυτά, οι τελευταίες εκτιμήσεις της συνολική στήλης του στρώματος του όζοντος δείχνουν μέσες τιμές μικρότερες κατά περίπου 3,5% κάτω από τα επίπεδα του 1980 στα γεωγραφικά πλάτη μεταξύ 60° νοτίου και 60° βορείου γεωγραφικού πλάτους. Στα νότια και βόρεια γεωγραφικά πλάτη, η συνολική στήλη του όζοντος είναι αντίστοιχα κατά 6% και 3% μειωμένη σε σχέση με τις τιμές πριν από το 1980. Αυτές οι τιμές άρχισαν να σταθεροποιούνται κατά την τελευταία δεκαετία.
Η μεγάλη αραίωση του όζοντος στην Ανταρκτική εξακολουθεί να είναι ένα τακτικό εποχικό χαρακτηριστικό του νοτίου ημισφαιρίου. Το 2008 και το 2009, η έκταση της “τρύπας” του όζοντος έφθασε τα 25 και 24 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα αντίστοιχα. Η καταστροφή του όζοντος στην Αρκτική εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις μετεωρολογικές συνθήκες, οι οποίες ποικίλλουν σημαντικά στο βόρειο ημισφαίριο. Η απώλεια του όζοντος στη συνολική στήλη κυμαίνεται ετησίως μεταξύ 0 και 30%. Από το 2005, η απώλεια του όζοντος κατά τη διάρκεια του Αρκτικού χειμώνα και της άνοιξης ήταν μεταβαλλόμενη, αλλά παρέμενε σε συγκρίσιμα επίπεδα με τις τιμές που επεκράτησαν την τελευταία δεκαετία.
Η επιστροφή της παγκόσμιας προστατευτικής στοιβάδας του όζοντος στα επίπεδα πριν το 1980 αναμένεται να συμβεί περί τα μέσα του 21ου αιώνα, ως αποτέλεσμα της μείωσης των ενώσεων που καταστρέφουν το όζον και οι οποίες ρυθμίζονται από το πρωτόκολλο του Μόντρεαλ. Στην Ανταρκτική η επιστροφή αυτή αναμένεται να συμβεί περίπου δύο δεκαετίες αργότερα. Ωστόσο, υπάρχει μια έντονη αλληλεπίδραση μεταξύ της αύξησης της συγκέντρωσης των «αερίων του θερμοκηπίου» στην ατμόσφαιρα και της ανάκαμψης του στρατοσφαιρικού όζοντος. Οι συνεχείς αυξήσεις των αερίων του θερμοκηπίου αναμένονται να μειώσουν το χρόνο επιστροφής της στήλης όζοντος στα προ του 1980 επίπεδα, ιδιαίτερα στο βόρειο ημισφαίριο.
Η διεθνής επιστημονική κοινότητα ασχολείται με την επόμενη αξιολόγηση της κατάστασης της στοιβάδας του όζοντος, η οποία θα δημοσιευθεί το 2011. Ήδη οι εργασίες σύνταξης των σχετικών εκθέσεων έχουν ετοιμαστεί.
Το θέμα της φετινής Διεθνούς Ημέρας για τη διατήρηση της στοιβάδας του όζοντος ορίσθηκε από το Πρόγραμμα Περιβάλλοντος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ως: «Προστασία του στρώματος του όζοντος: Διακυβέρνηση και συμμόρφωση στη βέλτιστή τους κατάσταση».