Το ενεργειακό, και κατά συνέπεια το περιβαλλοντικό, κόστος από τη δημιουργία (γνωστή ως «εξόρυξη») νέων κρυπτονομισμάτων -όπως το bitcoin– είναι μεγαλύτερο από το κόστος της εξόρυξης των πραγματικών πολύτιμων μετάλλων, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική μελέτη, την πιο ολοκληρωμένη πάνω στο θέμα μέχρι σήμερα. Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Μαξ Κράουζε του επιστημονικού Ινστιτούτου Oak Ridge του Σινσινάτι, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature Sustainability», συνέκριναν την μέση ενέργεια που απαιτείται για την παραγωγή («εξόρυξη») των τεσσάρων κυριότερων κρυπτονομισμάτων (bitcoin, ethereum, litecoin, monero) από υπολογιστές που δουλεύουν στο «φουλ», με την πραγματική εξόρυξη διαφόρων μετάλλων. Σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, υπολόγισαν ότι για να παραχθεί ένα κρυπτονόμισμα αξίας ενός δολαρίου απαιτείται κατά μέσο όρο ενέργεια 17 μεγατζάουλ (17 εκατομμυρίων τζάουλ) για το bitcoin, επτά μεγατζάουλ για το ethereum, επτά μεγατζάουλ για το litecoin και 14 μεγατζάουλ για το monero. Από την άλλη, για να εξορυχθεί χαλκός αξίας ενός δολαρίου, το ενεργειακό κόστος είναι μόνο τέσσερα μεγατζάουλ, για τον χρυσό πέντε μεγατζάουλ, για την πλατίνα επτά μεγατζάουλ και για τις σπάνιες γαίες εννέα μεγατζάουλ, δηλαδή το ενεργειακό κόστος είναι ανάλογο ή μικρότερο σε σχέση με το αντίστοιχο των κρυπτονομισμάτων. Μόνο το αλουμίνιο είναι με διαφορά πολύ πιο ενεργοβόρο (122 μεγατζάουλ). Στη γλώσσα των κρυπτονομισμάτων «εξόρυξη» ονομάζεται η άκρως ανταγωνιστική διαδικασία κατά την οποία οι υπολογιστές κάνουν εντατικούς υπολογισμούς και συναγωνίζονται ποιος θα επιβεβαιώσει πρώτος τις νέες συναλλαγές με αυτά τα νομίσματα, έτσι ώστε αυτές να προστεθούν ως νέο «μπλοκ» στο ηλεκτρονικό «κατάστιχο» που περιλαμβάνει την αλυσίδα των διαδοχικών συναλλαγών (εξ ου και ο όρος blockchain για τη νέα τεχνολογία). Οι πρώτοι υπολογιστές που ολοκληρώνουν επιτυχώς κάθε νέα συναλλαγή στην αλυσίδα, επιβραβεύονται με νέα κρυπτονομίσματα, τα οποία θεωρούνται ότι έχουν πλέον «εξορυχθεί». Στη συνέχεια τα νομίσματα αυτά μπορούν να δαπανηθούν σε ηλεκτρονικές συναλλαγές. Όμως προηγουμένως η δημιουργία τους προϋποθέτει ένα μεγάλο ενεργειακό-περιβαλλοντικό κόστος εξαιτίας των τεραστίων ποσοτήτων ηλεκτρικού ρεύματος που καταναλώνουν οι «στρατιές» των υπολογιστών που ασχολούνται με την παραγωγή νέων κρυπτονομισμάτων – μια διαδικασία που μπορεί να αποβεί άκρως κερδοφόρα. Οι ερευνητές προειδοποιούν ότι το ενεργειακό-περιβαλλοντικό κόστος των κρυπτονομισμάτων τείνει συνεχώς να αυξηθεί, καθώς ολοένα περισσότεροι άνθρωποι στρέφονται στο bitcoin και στα «αδελφάκια» του, είτε για να τα «εξορύξουν», είτε για να κάνουν αγοραπωλησίες με αυτά, είτε απλώς για να τα αποταμιεύσουν. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, το 2017 μόνο για την παραγωγή bitcoin καταναλώθηκε όση ενέργεια κατανάλωσε η Αγκόλα ή ο Παναμάς. Όλα μαζί τα κρυπτονομίσματα εκτιμάται ότι κατανάλωσαν πέρυσι τόση ηλεκτρική ενέργεια όση η Σλοβενία ή η Κούβα. Έτσι, ένα καθόλου αμελητέο ποσοστό της συνολικής ζήτησης και κατανάλωσης ηλεκτρισμού παγκοσμίως οφείλεται πλέον στα κρυπτονομίσματα, πράγμα που αναπόφευκτα έχει αντίκτυπο στο περιβάλλον. Οι επιστήμονες υπολόγισαν ότι η «εξορυκτική βιομηχανία» κρυπτονομισμάτων δημιούργησε τρία έως 15 εκατομμύρια τόνους εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα μεταξύ Ιανουαρίου 2016-Ιουνίου 2018. Το bitcoin δημιουργήθηκε το 2009, το litecoin το 2011, το monero το 2014 και το ethereum το 2015. Συνολικά υπάρχουν σήμερα εκατοντάδες αποκεντρωμένα κρυπτονομίσματα, χρησιμοποιώντας ως πυρήνα της τεχνολογίας τους το blockchain. Παρότι η αξία τους ανεβοκατεβαίνει συνεχώς, συνεπώς είναι επιρρεπή σε κερδοσκοπία και επικίνδυνα για τους επενδυτές, η δημοφιλία τους συνεχώς αυξάνει. Και, σε κάθε περίπτωση, αν όχι τα ίδια τα κρυπτονομίσματα, η τεχνολογία τους, το blockchain, έχει μέλλον, καθώς παρέχει αυξημένες εγγυήσεις ασφάλειας στις συναλλαγές και μάλιστα χωρίς την ανάγκη κάποιου κεντρικού ελέγχου.