Μέχρι σήμερα οι επιστήμονες πίστευαν ότι ο χωρισμός του ανθρώπου από τους στενότερους γενετικά συγγενείς μας, τους χιμπατζήδες, συνέβη πριν από περίπου 6 εκατ. χρόνια, ενώ από τους κάπως πιο μακρινούς μας συγγενείς, τους γορίλες, πριν από 7 έως 9 εκατ. χρόνια.
Νέες εκτιμήσεις όμως από Γερμανούς και Αμερικανούς ερευνητές μεταθέτουν πιο πίσω στο παρελθόν, κατά τουλάχιστον ένα εκατομμύριο χρόνια, τον διαχωρισμό των προγόνων μας από τους χιμπατζήδες και κατά αρκετά περισσότερα εκατ. χρόνια τον χωρισμό από τους γορίλες.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη μοριακή ανθρωπολόγο Λίντα Βίτζιλαντ του πανεπιστημίου της Βοστόνης και του γερμανικού Ινστιτούτου Εξελικτικής Ανθρωπολογίας Μαξ Πλανκ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), σύμφωνα με το «Science», εκτιμούν ότι οι δρόμοι ανθρώπων και χιμπατζήδων χώρισαν πριν από 7 έως 8 εκατ. χρόνια (χωρίς να αποκλείεται ότι αυτό συνέβη πριν από 13 εκατ. χρόνια), ενώ οι γορίλες είχαν τραβήξει τον δικό τους δρόμο πολύ νωρίτερα, πριν από 8 έως 19 εκατ. χρόνια.
Η επανεκτίμηση, όπως αναφέρεται στο ΑΜΠΕ, βασίζεται σε έναν ακριβέστερο υπολογισμό για τη διάρκεια κάθε διαδοχικής γενιάς ενός είδους ζώων. Για παράδειγμα, στους ανθρώπους κάθε γενιά (η διαφορά ηλικίας γονέων- παιδιών) έχει κατά μέσον όρο διάρκεια 29 ετών, ενώ οι αντίστοιχες γενιές στους χιμπατζήδες είναι 25 χρόνια και στους γορίλες 19 χρόνια.
Επειδή δεν έχουν βρεθεί σχεδόν καθόλου απολιθώματα μεγάλων πιθήκων που να χρονολογούνται πριν από εκατομμύρια χρόνια, ο υπολογισμός του χρόνου διαχωρισμού από τους ανθρώπους βασίζεται κυρίως σε γενετική ανάλυση των αποκλίσεων στις αλληλουχίες του DNA ανάμεσα στα τρία είδη (ανθρώπους- χιμπατζήδες- γορίλες), λαμβάνοντας επίσης υπόψη έναν εκτιμώμενο ρυθμό γενετικών μεταλλάξεων (δηλαδή πόσο γρήγορα εμφανίζονται νέες μεταλλάξεις στο DNA των πιθήκων και των ανθρώπων). Η όλη διαδικασία υπολογισμού έχει όμως περιθώρια σφάλματος, καθώς βασίζεται σε διάφορες αναπόδεικτες υποθέσεις (π.χ. ότι ο ρυθμός μεταλλάξεων είναι ίδιος σε όλα τα είδη πιθήκων ή ότι μένει σταθερός διαχρονικά).
Χρησιμοποιώντας νέες μεθόδους υπολογισμού του μέσου ρυθμού μεταλλάξεων στους σύγχρονους ανθρώπους, η νέα μελέτη -παρακολουθώντας την αναπαραγωγή των σύγχρονων χιμπατζήδων και των γοριλών σε πολλές περιοχές- έκανε νέες ακριβέστερες εκτιμήσεις για τη μέση διάρκεια των γενεών στους πιθήκους διαχρονικά.
Έτσι, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι μητέρες στους χιμπατζήδες έχουν ηλικία 11,7 έως 45,4 ετών κατά τη γέννηση των παιδιών τους (με μέση ηλικία και άρα μέση διάρκεια των γενεών τα 25 έτη), ενώ στους γορίλες η ηλικία των μητέρων κυμαίνεται από 7,3 έως 38 έτη (με μέση ηλικία των μητέρων, άρα και μέση διάρκεια των γενεών τα 19,3 έτη).
Συσχετίζοντας αυτές τις ακριβέστερες χρονικές διάρκειες των γενεών των πιθήκων με δείγματα DΝΑ από πιθήκους, που αποκαλύπτουν τον αριθμό των μεταλλάξεων από τη μία γενεά των ζώων στην άλλη, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο ρυθμός μεταλλάξεων στους μεγάλους πιθήκους είναι πιο αργός από ό,τι θεωρούσαν ως τώρα οι επιστήμονες. Αυτή η διαπίστωση έχει ως συνέπεια να αναθεωρείται προς τα πίσω η εκτιμώμενη εποχή διαχωρισμού των ανθρώπων από τους πιθήκους.