Πάνω από 36.500 γονίδια -14.000 περισσότερα από τους ανθρώπους- διαθέτει η μπανάνα, το DNA της οποίας διαβάστηκε από επιστήμονες, που είδαν μία εξελικτική ιστορία περίπου 7.000 ετών μετά την αρχική της καλλιέργεια από τους ανθρώπους.
Αυτό το γεγονός μπορεί να βοηθήσει στην προστασία της, καθώς σε διάφορα μέρη του κόσμου απειλείται από διάφορες αρρώστιες και παράσιτα.
Οι ερευνητές από τη Γαλλία και άλλες χώρες, με επικεφαλής την γενετίστρια Ανζελίκ Ντ’ Οντ του Διεθνούς Κέντρου Συνεργασίας στην Αγρονομική Έρευνα (CIRAD) στο Μονπελιέ, ανέλυσαν το γονιδίωμα μίας ποικιλίας ασιατικής μπανάνας (Musa acuminata), σε μία προσπάθεια να εντοπίσουν γονίδια που μπορεί να βοηθήσουν τις καλλιέργειες μπανάνας να γίνουν πιο αποδοτικές, πιο ανθεκτικές στην ξηρασία, στους μύκητες και τις άλλες απειλές (βακτήρια, ιοί, σκουλήκια κ.α.), καθώς επίσης πιο ποιοτικές και θρεπτικές.
Οι σημερινές μπανάνες του σούπερ-μάρκετ συνήθως έχουν τρεις ομάδες χρωμοσωμάτων, αντί για δύο, πράγμα που σημαίνει ότι τα φυτά από τα οποία προέρχονται, είναι στείρα. Η παγκόσμια παραγωγή της εμπορικής μπανάνας κινδυνεύει, καθώς η τελευταία εμφανίζει εξελικτική στασιμότητα εδώ και πολύ καιρό, με συνέπεια να είναι ολοένα πιο ευάλωτη στις συνεχώς εξελισσόμενες απειλές στο περιβάλλον της. Η κατάσταση επιδεινώνεται από το γεγονός ότι περίπου οι μισές εδώδιμες μπανάνες του πλανήτη προέρχονται από μία και μόνο ποικιλία (Cavendish).
Οι μεγάλες φυτείες μπανάνας χρειάζονται τουλάχιστον 50 χρήσεις παρασιτοκτόνων και άλλων σχετικών χημικών ετησίως, ιδίως για να αντιμετωπιστεί μία πρόσφατη πανδημία που προκαλεί ένας μύκητας (Mycosphaerella fijiensis). Σημαντική απειλή, ιδίως στην Ασία, συνιστά κι ένας άλλος μύκητας (Fusarium oxysporum) που προκαλεί τη λεγόμενη «ασθένεια του Παναμά», για την οποία δεν υπάρχει τρόπος προστασίας ή θεραπείας, αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Η τελευταία αυτή ασθένεια, στη δεκαετία του ’50, είχε εξαφανίσει τελείως την κυρίαρχη ποικιλία (Gros Michel) εκείνης της εποχής. Αυτή ήταν η αιτία που τότε στις μπανανοφυτείες επικράτησε η νέα ποικιλία Cavendish, προερχόμενη από τη Νότια Κίνα, επειδή ακριβώς εμφάνιζε ανθεκτικότητα απέναντι στον συγκεκριμένο μύκητα. Σήμερα πια όμως και η εν λόγω ποικιλία έχει, με τη σειρά της, γίνει λιγότερο ανθεκτική στις βιολογικές απειλές και ένα νέο στέλεχος της «ασθένειας του Παναμά» έχει βαλθεί να ξεπαστρέψει την κυρίαρχη σήμερα ποικιλία.
Αν και ο εντοπισμός δυνητικά χρήσιμων γονιδίων αποτελεί καλό νέο για τους καλλιεργητές, η μεταφορά αυτών των γονιδίων στις εμπορικές ποικιλίες αναμένεται δύσκολη, επειδή είναι αδύνατη η διασταύρωση ανάμεσα σε στείρα φυτά. Έτσι, μερικοί ειδικοί υποστηρίζουν ότι η μόνη λύση θα είναι η γενετική τροποποίηση της μπανάνας, μία προοπτική όμως που δεν αναμένεται να είναι ευπρόσδεκτη από τους καταναλωτές σε πολλές χώρες, ιδίως της Ευρώπης.
Ήδη μεταλλαγμένες μπανάνες αναπτύσσονται δοκιμαστικά σε φυτείες στην Ουγκάντα, σε μία προσπάθεια να δημιουργηθεί μια ποικιλία που θα είναι ανθεκτική σε ένα μικροοργανισμό που καταστρέφει τις μπανανιές στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών της Αφρικής. Επίσης στην Αυστραλία καλλιεργούνται διαγονιδιακές μπανάνες που διαθέτουν υψηλότερα επίπεδα σιδήρου και βιταμίνης Α, με στόχο να βελτιωθεί η ποιότητα της διατροφής στις φτωχές χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου.
Οι παγκόσμιες εξαγωγές μπανάνας φθάνουν τα 6 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, αντιπροσωπεύοντας μόνο το 15% της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής. Το υπόλοιπο 85% καταναλώνεται επιτόπια στις χώρες παραγωγής, αποτελώντας βασικό προϊόν για την επιβίωση εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, ιδίως στις τροπικές περιοχές. Στον αναπτυσσόμενο κόσμο, η μπανάνα είναι η τέταρτη κυριότερη καλλιέργεια μετά το ρύζι, το σιτάρι και το καλαμπόκι.