Στις εναλλακτικές καλλιέργειες, με μύρτιλα, γκόρτζι ή ροδιές, καλούνται να στρέψουν το ενδιαφέρον τους οι αγροτικοί συνεταιρισμοί της Χαλκιδικής καθώς έχει επέλθει κορεσμός στην αγορά από την παραγωγή του Χριστουγεννιάτικου δέντρου και βλέπουν πλέον τα εισοδήματά τους να συρρικνώνονται.
Την πρόταση για στροφή στις εναλλακτικές καλλιέργειες, με δασικούς φρουτοφόρους θάμνους, αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά και δασικά καλλωπιστικά, έκαναν επιστήμονες που συμμετείχαν σε ημερίδα που διοργάνωσε το δασαρχείο Ταξιάρχη, στο πλαίσιο της προσπάθειας που καταβάλει το Ταμείο Διοικήσεως και Διαχειρίσεως Πανεπιστημιακών Δασών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, για την επαναδραστηριοποίηση της αγροτικής οικονομίας.
Όπως εξήγησε ο καθηγητής της Σχολής δασολογίας και φυσικού περιβάλλοντος, Απόστολος Σκαλτσογιάννης, οι αγροτικοί, ανθοκομικοί και δασικοί συνεταιρισμοί του Ταξιάρχη Χαλκιδικής, διαθέτουν πολύχρονη εμπειρία σε θέματα αναπαραγωγής και καλλιέργειας καλλωπιστικών δασικών φυτών με σπόρους όπως τα Χριστουγεννιάτικα δέντρα.
«Ωστόσο, η πρωτοβουλία αυτή της τοπικής κοινωνίας του Ταξιάρχη βρήκε μιμητές και σε άλλες ορεινές περιοχές (π.χ. Ευρυτανία, Ήπειρος), με συνέπεια η χώρα μας να καταστεί αυτάρκης στην παραγωγή Χριστουγεννιάτικων δέντρων. Αυτό σταδιακά οδήγησε την αγορά σε κορεσμό, με δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις στους παραγωγούς Χριστουγεννιάτικων δέντρων» ανέφερε, προσθέτοντας ότι επειδή τα μέλη των Συνεταιρισμών δε διαθέτουν την εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία στην εφαρμογή των τεχνικών του βλαστικού πολλαπλασιασμού, αλλά ούτε και την κατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή, δεν κατάφεραν να διευρύνουν τον επιχειρηματικό τους ορίζοντα στον τομέα των νέων καλλιεργειών.
«Με την ημερίδα φιλοδοξούμε να καλύψουμε αυτό το κενό, να ενημερώσουμε δηλαδή τα μέλη των Συνεταιρισμών του Ταξιάρχη Χαλκιδικής, για τις δυνατότητες των νέων καλλιεργειών και να τους εισαγάγουμε στην τεχνολογία αναπαραγωγής και αξιοποίησής τους» σημείωσε στο ΑΜΠΕ ο καθηγητής δασολογίας.
Σε έρευνα που διενήργησε το Εργαστήριο Δασικής Γενετικής και Βελτίωσης Δασοπονικών Ειδών, προέκυψε ότι αξιοσημείωτος αριθμός καλλωπιστικών και φρουτοφόρων ειδών, ποικιλιών και κλώνων, εισάγονται στη χώρα μας από επιχειρήσεις παραγωγής και εμπορίας φυτών και έχουν υψηλή αξία, λόγω των μοναδικών αισθητικών χαρακτηριστικών τους, της δυσκολίας αναπαραγωγής τους ή των μεγάλων διαστάσεών τους.
«Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας», συμπληρώνει ο κ.Σκαλτσογιάννης, «παρατηρήθηκε μεγάλη στροφή προς εναλλακτικές καλλιέργειες που εμπλέκονται στην παραγωγή “φρούτων δάσους” (ρόδια, φραγκοστάφυλα, βατόμουρα, ιπποφαές, αρόνια, μύρτιλα, κράνα, goggi κτλ.)». Οι συγκεκριμένες καλλιέργειες αναπαράγονται σχεδόν αποκλειστικά με τεχνικές βλαστικού πολλαπλασιασμού (κλωνοποίηση). Επειδή όμως, η εφαρμογή των τεχνικών αυτών, προϋποθέτει την ύπαρξη εξειδικευμένων γνώσεων και ιδιαίτερης υλικοτεχνικής υποδομής, η μέχρι σήμερα πρόοδος των ελληνικών παραγωγικών επιχειρήσεων σε αυτόν τον τομέα ήταν περιορισμένη έως μηδαμινή με αποτέλεσμα η αγορά να στραφεί σε αθρόες εισαγωγές.
«Εντούτοις, τα τελευταία 15-20 χρόνια, και ιδιαίτερα στο Εργαστήριο Δασικής Γενετικής και Βελτίωσης Δασοπονικών Ειδών, έχει επιτευχθεί αξιοσημείωτη πρόοδος στην έρευνα των τεχνικών μαζικής αναπαραγωγής δασικών φυτών, με βλαστικό πολλαπλασιασμό. Εξειδικευμένες τεχνικές βλαστικού πολλαπλασιασμού είναι σήμερα εργασίες «ρουτίνας» για ένα μεγάλο φάσμα καλλωπιστικών και φρουτοφόρων ειδών» κατέληξε ο καθηγητής.