Άσχημα είναι τα νέα για την ανθρωπότητα, όπως δείχνουν τα νέα στοιχεία των επιστημόνων, σύμφωνα με την οποία οι παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα αναμένεται να αυξηθούν ξανά το 2017, έπειτα από μια τριετία σταθεροποίησης.
Η αύξηση, φέτος, εκτιμάται ότι θα φθάσει το 2% έναντι του 2016, με πιθανότητα να κινηθεί από 0,8% έως 3%. Αντίστοιχα, το συνολικό ΑΕΠ της παγκόσμιας οικονομίας προβλέπεται ότι θα αυξηθεί φέτος κατά 3,5%, σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Οι επιστήμονες, προς το παρόν, δεν είναι βέβαιοι αν η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί την έναρξη ενός νέου κύκλου πολυετούς αύξησης των ανθρωπογενών «αερίων του θερμοκηπίου» ή πρόκειται για ένα «εφάπαξ» φαινόμενο, το οποίο δεν θα επαναληφθεί το 2018. Πάντως, οι αρχικές εκτιμήσεις τους είναι ότι του χρόνου είναι απίθανο να μειωθούν οι εκπομπές. Ούτε, όμως, θεωρούν πολύ πιθανό ότι στο μέλλον οι αυξήσεις των εκπομπών θα κινούνται με τον ίδιο υψηλό ετήσιο ρυθμό άνω του 3%, που είχε καταγραφεί στη δεκαετία του 2000.
Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες (κυρίως καύσεις ορυκτών καυσίμων και βιομηχανίες) εκτιμάται ότι θα φθάσουν τους 41 δισεκατομμύρια τόνους έως το τέλος του 2017. Το μεγαλύτερο μερίδιο αφορά τις εκπομπές διοξειδίου από την καύση ορυκτών καυσίμων, που αναμένεται να φθάσουν τους 37 δισεκατομμύρια τόνους (νέο ρεκόρ), εμφανίζοντας αύξηση 2% σε σχέση με πέρυσι. Την περίοδο 2014-2016 οι εκπομπές είχαν σημειώσει σχεδόν μηδενική αύξηση.
Η Κίνα επιβαρύνει περισσότερο από όλους
Η Κίνα -ο Νο 1 ρυπαντής παγκοσμίως- είναι η κύρια αιτία για τη φετινή αρνητική εξέλιξη, καθώς το 2017 οι εκπομπές διοξειδίου της αναμένεται να αυξηθούν κατά 3,5%, λόγω της μεγάλης χρήσης άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου για τις ενεργειακές ανάγκες της. Αντίθετα, οι εκπομπές των ΗΠΑ θα μειωθούν κατά 0,4% και της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά 0,2% (πολύ λιγότερο όμως από ό,τι η μέση ετήσια μείωση 2,2% κατά την τελευταία δεκαετία).
Η Ελλάδα -με ετήσιες εκπομπές περίπου 71 εκατομμυρίων τόνων διοξειδίου, βρίσκεται στην 48η κατάταξη των χωρών, όσον αφορά τους εκπεμπόμενους ρύπους.
Οι εκτιμήσεις των 76 επιστημόνων του Παγκοσμίου Προγράμματος Άνθρακα (Global Carbon Project), από 15 χώρες και του Κέντρου Ερευνών Tyndall για την Κλιματική Αλλαγή του Πανεπιστημίου της Ανατολικής Αγγλίας, με επικεφαλής αντίστοιχα τον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, Ρομπ Τζάκσον, και την καθηγήτρια, Κορίν Λε Κερ, έγιναν ενόψει της διεθνούς συνδιάσκεψης του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή (COP 23) στη Βόννη αυτή την εβδομάδα. Οι ερευνητές έκαναν ταυτόχρονες δημοσιεύσεις σε τρία κορυφαία περιοδικά για περιβαλλοντικά θέματα «Nature Climate Change», «Environmental Research Letters» και «Earth System Science Data Discussions», όπως αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
«Είναι πολύ απογοητευτικό ότι οι ανθρωπογενείς παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα εμφανίζονται να αυξάνουν σημαντικά για μια ακόμη φορά, μετά από μια τριετή περίοδο σταθερότητας. Μετά από τη φετινή αυτή εξέλιξη, ο διαθέσιμος χρόνος λιγοστεύει για να κρατήσουμε την άνοδο της θερμοκρασίας αρκετά κάτω από τους δύο βαθμούς Κελσίου, πόσο μάλλον κάτω από τον ενάμιση βαθμό», δήλωσε η Λε Κερ. «Είναι ζωτική ανάγκη να φθάσουμε σε ένα μέγιστο σημείο στις παγκόσμιες εκπομπές μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια, ώστε στη συνέχεια να τις μειώσουμε γρήγορα, για να περιορίσουμε τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής», προσέθεσε.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η συγκέντρωση διοξειδίου στην ατμόσφαιρα αναμένεται, από 277 ppm (μέρη ανά εκατομμύριο) στην προβιομηχανική εποχή και 403 ppm το 2016, να φθάσει τα 405,5 ppm το 2017.
Θετική εξέλιξη, κατά τους επιστήμονες, αποτελεί ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειες αυξάνονται με γρήγορο μέσο ετήσιο ρυθμό 14% κατά την τελευταία πενταετία. Επίσης, ενθαρρυντικό είναι ότι το 2017 οι εκπομπές εμφανίζουν πτωτική τάση σε 22 χώρες, που από κοινού εκλύουν το 20% των παγκόσμιων ρύπων. Η μείωση αυτή των εκπομπών συμβαίνει μάλιστα παρά τη συνεχιζόμενη οικονομική ανάπτυξή τους, πράγμα επίσης ενθαρρυντικό. Από την άλλη, όμως, οι εκπομπές από 101 χώρες, που εκλύουν το 50% των παγκοσμίων εκπομπών άνθρακα, αυξήθηκαν το 2017.