«Το μόνο που χρειάζεται ένα δάσος που έχει καεί είναι προστασία», σημείωσε, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM», ο επί σειρά ετών ερευνητής του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών σε θέματα αποκατάστασης δασικών εκτάσεων, Παύλος Κωνσταντινίδης.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, σημείωσε ο κ. Κωνσταντινίδης, οι δράσεις καλό είναι να σχεδιάζονται με ιδιαίτερη προσοχή καθώς επιστημονικά δεν κρίνεται αναγκαίο «ούτε έξοδα να γίνονται ούτε άνθρωποι να κινηθούν σε έναν τομέα που δεν είναι της αρμοδιότητάς τους, ενώ και οι πολίτες δεν θα πρέπει να πιέζουν τις αρχές για γρήγορες κινήσεις αποκατάστασης που είναι συχνά χωρίς μελέτη, αποσπασματικές και οδηγούν σε μεγαλύτερη ζημιά από ότι προκαλεί η ίδια η φωτιά».
Κάθε δάσος, ύστερα από μια πυρκαγιά «είναι μεν καμένο αλλά δεν είναι νεκρό», τόνισε ο κ. Κωνσταντινίδης για να συμπληρώσει πως «πριν από την εμφάνιση του ανθρώπου και τη δραστηριότητά του, τα δάση καίγονταν κάθε 100 με 120 χρόνια, ενώ σήμερα με την εμφάνιση του ανθρώπου αλλά κυρίως και με το ότι κατοικούμε πλέον πολύ κοντά στα δάση, οι πυρκαγιές έχουν μικρύνει τα διαστήματά τους και έτσι έχουμε πυρκαγιές πολύ συχνότερα καθώς εμφανίζονται δύο αλλά και τρεις φορές μέσα σε έναν αιώνα, κάτι που το δάσος μπορεί να αντιμετωπίσει».
«Το κάθε δάσος έχει ένα πολύ μεγάλο αριθμό αναγεννητικών δυνάμεων», επισήμανε ο κ. Κωνσταντινίδης και εξήγησε: «Σε κάθε δάσος με πεύκα υπάρχουν εκατομμύρια κουκουνάρια που μετά τη φωτιά θα ανοίξουν και θα σκορπιστούν ώστε να γεννηθούν εκ νέου τα πεύκα, ενώ ταυτόχρονα κάθε θάμνος κρύβει επίσης εκατομμύρια οφθαλμούς κάτω από τη γη ώστε σε περίπτωση πυρκαγιάς να μην καταστραφεί αλλά να δώσει νέα παραβλαστήματα».
«Η φύση», συμπλήρωσε, «έχει αυτή τη στιγμή όλους τους μηχανισμούς ώστε να ανταποκριθεί σε αυτό που της έχει συμβεί, ενώ ένα δάσος που έχει καεί θα βελτιώνεται συνεχώς στο επόμενο διάστημα καθώς θα επικρατήσουν τα πιο υγιή δέντρα στην περιοχή και αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να έχουμε ένα καλύτερο δάσος (σ.σ. συγκριτικά με ένα δάσος στο οποίο θα έχουν γίνει παρεμβάσεις)».
Κυριότερες δε αιτίες για τις περισσότερες δασικές πυρκαγιές είναι, σύμφωνα με τον κ. Κωσταντινίδη, αφενός οι εμπρησμοί, όπου αυτό είναι γεγονός, και αφετέρου η ανθρώπινη δραστηριότητα καθώς υπάρχει η αμέλεια των ανθρώπων, «αμέλεια που οδηγείται από την άγνοια καθώς συζητώντας μόνο για τη δράση των εμπρηστών καταλήγουμε να δημιουργήσουμε μια κοινωνία που έχει την αίσθηση πως δεν έχει μερίδιο ευθύνης όταν επί παραδείγματι θα πετάξει το τσιγάρο, θα ανάψει μια ψησταριά κ.ο.κ».
Τι δείχνει η επιστημονική έρευνα και η εμπειρία
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της εξέλιξης ενός δάσους που κάηκε και στο οποίο έχουν υπάρξει παρεμβάσεις σε σημεία είναι, σύμφωνα με τον Έλληνα ειδικό ερευνητή, το περιαστικό δάσος του Σέιχ Σου της Θεσσαλονίκης μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1997. «Στη Θεσσαλονίκη μπήκαν 100.000 φυτά, από τα οποία σήμερα δεν υπάρχει κανένα και σήμερα το δάσος διαθέτει τα πεύκα που είχε πριν από τη φωτιά, διαθέτει πεύκα σε ιδιαίτερα καλή κατάσταση υγείας, χωρίς κάμπιες, αρρώστιες και με την πυκνότητα που πρέπει να τα διαθέτει, που χρειάζεται κανονικά το συγκεκριμένο δάσος», επισήμανε.
Άκρως επισφαλής η δόμηση μέσα και κοντά σε δάσος
Σύμφωνα με τον κ. Κωσταντινίδη, σημαντικός είναι και ο ρόλος των πολιτών σε ό,τι αφορά τις επιλογές δόμησης, αφού θα πρέπει ταυτόχρονα με τις όποιες άλλες δράσεις αποφασιστούν στο επόμενο διάστημα, αυτοί να διδαχθούν για το πώς θα ζουν μέσα ή κοντά στο δάσος: «Ο καθένας που πάει να κατοικήσει μέσα ή κοντά στο δάσος θα πρέπει να ξέρει πως είναι πιο επικίνδυνο να ζει σε αυτή την περιοχή, τουτέστιν κοντά σε ένα δάσος, παρά στον δεύτερο ή τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας με βενζινάδικο».